ποδόψηστρον: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποδόψηστρον:''' τό ([[ψάω]]), αυτό που καθαρίζει τα πόδια, [[πανί]] σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ποδόψηστρον:''' τό ([[ψάω]]), αυτό που καθαρίζει τα πόδια, [[πανί]] σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποδόψηστρον:''' τό ковер Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, (ψάω)
A footwiper, footcloth, A.Ag.926.
German (Pape)
[Seite 643] τό, woran man die Füße abstreicht, abwischt, Fußdecke, Aesch. Ag. 900.
Greek (Liddell-Scott)
ποδόψηστρον: τό, (ψάω) μάκτρον τῶν ποδῶν, πανὶ πρὸς ἀπόμαξιν τῶν ποδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 926.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
tapis.
Étymologie: πούς, ψάω.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ψάθα στην είσοδο για τον καθαρισμό τών υποδημάτων από τις λάσπες ή το χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ψηστρον (< θ. ψη- του ψάω/ ψήω «τρίβω, αγγίζω ελαφρώς, σφουγγίζω» + επίθημα -τρον, με δυσερμήνευτο -σ-, πρβλ. παρακμ. ἔ-ψησ-μαι), πρβλ. από-ψηστρον].
Greek Monotonic
ποδόψηστρον: τό (ψάω), αυτό που καθαρίζει τα πόδια, πανί σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ποδόψηστρον: τό ковер Aesch.