ποδόψηστρον

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδόψηστρον Medium diacritics: ποδόψηστρον Low diacritics: ποδόψηστρον Capitals: ΠΟΔΟΨΗΣΤΡΟΝ
Transliteration A: podópsēstron Transliteration B: podopsēstron Transliteration C: podopsistron Beta Code: podo/yhstron

English (LSJ)

τό, (ψάω) footwiper, footcloth, A.Ag.926.

German (Pape)

[Seite 643] τό, woran man die Füße abstreicht, abwischt, Fußdecke, Aesch. Ag. 900.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tapis.
Étymologie: πούς, ψάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδόψηστρον -ου, τό [πούς, ψάω] deurmat.

Russian (Dvoretsky)

ποδόψηστρον: τό ковер Aesch.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ψάθα στην είσοδο για τον καθαρισμό τών υποδημάτων από τις λάσπες ή το χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ψηστρον (< θ. ψη- του ψάω/ ψήω «τρίβω, αγγίζω ελαφρώς, σφουγγίζω» + επίθημα -τρον, με δυσερμήνευτο -σ-, πρβλ. παρακμ. -ψησ-μαι), πρβλ. απόψηστρον].

Greek Monotonic

ποδόψηστρον: τό (ψάω), αυτό που καθαρίζει τα πόδια, πανί σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

ποδόψηστρον: τό, (ψάω) μάκτρον τῶν ποδῶν, πανὶ πρὸς ἀπόμαξιν τῶν ποδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 926.

Middle Liddell

ποδό-ψηστρον, ου, τό, [ψάω]
a footwiper, footcloth, Aesch.