προανακρίνω: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προ-ανακρίνω een voorlopig oordeel vellen. | |elnltext=προ-ανακρίνω een voorlopig oordeel vellen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προᾰνακρίνω:''' (ῑ) предварительно обсуждать, т. е. разрабатывать проект: περὶ μηδενὸς κρίνειν, ἀλλὰ [[μόνον]] π. Arst. не принимать никаких решений, а лишь представлять проекты. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ],
A examine beforehand, of measures to be submitted to the vote of the people, opp. κρίνω, Arist.Pol.1298a31; conduct a preliminary investigation of lawsuits, opp. αὐτοτελεῖς κρίνειν, Id.Ath. 3.5. II inquire beforehand of, τινα Phld.Vit.p.29 J.
German (Pape)
[Seite 706] vorher ausfragen, prüfen, Arist. pol. 4, 14.
Greek (Liddell-Scott)
προανακρίνω: [ῑ], ἐξετάζω πρότερον, ἐπὶ τῶν μέτρων ἅτινα πρέπει νὰ ὑποβληθῶσιν εἰς τὴν ψῆφον τοῦ λαοῦ, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 7.
French (Bailly abrégé)
demander ou examiner d’abord.
Étymologie: πρό, ἀνακρίνω.
Greek Monolingual
ΝΑ ἀνακρίνω
υποβάλλω κάποιον σε προανάκριση
αρχ.
1. (για τα μέτρα που πρέπει να υποβληθούν στην ψήφο του λαού) εξετάζω κάτι προηγουμένως
2. κάνω προανάκριση.
Greek Monotonic
προανακρίνω: [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, εξετάζω από πριν, λέγεται για μέτρα που πρέπει να ανατεθούν στην κρίση του λαού, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ανακρίνω een voorlopig oordeel vellen.
Russian (Dvoretsky)
προᾰνακρίνω: (ῑ) предварительно обсуждать, т. е. разрабатывать проект: περὶ μηδενὸς κρίνειν, ἀλλὰ μόνον π. Arst. не принимать никаких решений, а лишь представлять проекты.