προσσωρεύω: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσσωρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συσσωρεύω]], [[συγκεντρώνω]] [[επιπλέον]], σε Λουκ. | |lsmtext='''προσσωρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συσσωρεύω]], [[συγκεντρώνω]] [[επιπλέον]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσσωρεύω:''' собирать в кучу, нагромождать (τὸν καρπόν Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A heap up beside, λίθους τοῖς Ἑρμαῖς Corn.ND16. II store up, Luc.Anach.25, Gloss.
German (Pape)
[Seite 780] dazu, dabei häufen, anhäufen; Luc. Anach. 25; Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
προσσωρεύω: ἐπισωρεύω τι πρός τι, Λουκ. Ἀνάχ. 25, Κορνούτου περὶ Θεῶν Φύσ. 16.
French (Bailly abrégé)
amasser en outre ou encore.
Étymologie: πρός, σωρεύω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. τοποθετώ σε σωρό κάτι ακόμη («προσσωρεύουσι τοῑς ἑρμαῑς τοὺς λίθους», Κορνούτ.)
2. αποθηκεύω κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + σωρεύω «αποθηκεύω, στοιβάζω»].
Greek Monotonic
προσσωρεύω: μέλ. -σω, συσσωρεύω, συγκεντρώνω επιπλέον, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσσωρεύω: собирать в кучу, нагромождать (τὸν καρπόν Luc.).