πυρηνώδης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(35) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[πυρηνώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[πυρήν]], -<i>ῆνος</i>]<br />ο όμοιος με [[πυρήνα]] καρπού, πυρηνοείδής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρηνώδες</i><br /><b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για το πυρηνοειδές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τα μάτια) [[άχαρος]] («πυρηνώδεις οφθαλμοί», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=-ες / [[πυρηνώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[πυρήν]], -<i>ῆνος</i>]<br />ο όμοιος με [[πυρήνα]] καρπού, πυρηνοείδής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρηνώδες</i><br /><b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για το πυρηνοειδές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τα μάτια) [[άχαρος]] («πυρηνώδεις οφθαλμοί», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῡρηνώδης:''' косточковый ([[καρπός]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A like a fruit-stone, σπέρματα Thphr.HP1.11.3, al.; ὀφθαλμοί dub. in Arist.HA568a1.
German (Pape)
[Seite 821] ες, = πυρηνοειδής; καρπός, eine Frucht mit hartem Kerne, Ggstz ἀπύρηνος, Arist. H. A. 6, 13 u. Theophr.
Greek Monolingual
-ες / πυρηνώδης, -ῶδες, ΝΑ πυρήν, -ῆνος]
ο όμοιος με πυρήνα καρπού, πυρηνοείδής
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πυρηνώδες
βοτ. άλλη ονομασία για το πυρηνοειδές
αρχ.
1. μτφ. (για τα μάτια) άχαρος («πυρηνώδεις οφθαλμοί», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
πῡρηνώδης: косточковый (καρπός Arst.).