σαλπιγκτής: Difference between revisions
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σαλπιγκτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που δίνει παραγγέλματα με τη [[σάλπιγγα]], σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''σαλπιγκτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που δίνει παραγγέλματα με τη [[σάλπιγγα]], σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σαλπιγκτής:''' οῦ ὁ = [[σαλπικτής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A trumpeter, Th.6.69, X.An. 4.3.29, Ascl.Tact.2.9, 6.3, etc.; this spelling has the best MS. authority and occurs in Phld.Rh.2.299 S., but has not been found in Att. Inscrr.; σαλπικτής, SIG153.68 (Delos, iv B.C.), IG3.1288, POxy.519.16 (ii A.D.), etc.; Boeot. σαλπικτάς IG7.1773 (Thespiae, ii A.D.), σαλπιγκτάς ib.3195 (Orchom., i B.C.); later σαλπιστής, ib.9(2).525.4 (Thessaly, ii B.C.), 3.1285 (Attica, i A.D.), 7.3196 (Orchom. Boeot.), Sammelb.4591.3, etc.; also in Plb.1.45.13, D.H.4.17, Apoc.18.22, etc. 2 = ὄρνις ὁμοίως σάλπιγγι φθεγγόμενος, Phot.; = ὀρχίλος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 860] ὁ, Trompeter; Thuc. 6, 69; Xen. An. 4, 3, 29 u. öfter; Pol. 14, 3, 5 u. sonst; weniger gebräuchliche Nebenformen sind σαλπικτής u. σαλπιστής, Lob. Phryn. p. 191.
Greek (Liddell-Scott)
σαλπιγκτής: -οῦ, ὁ, ὁ σαλπίζων, Θουκ. 6.69, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 29, κτλ.· ὁ τύπος σαλπικτὰς ἢ -ὴς ἀπαντᾷ ἐν Βοιωτικαῖς Ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 1585-6)· σαλπιστὴς ἔν τινι Ἀττ. Ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 306), ἐν Βοιωτ. 1584 καὶ -7), καὶ ἐν ἄλλαις, ὡσαύτως παρὰ Πολυβ. 1. 45, 13, Διον. Ἁλ. 4. 17, κτλ.· - ὁ Schäf. καὶ ὁ L. Dind. προτιμᾷ τὸν τύπον σαλπικτὴς παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς (κατ’ ἀναλογίαν τοῦ συρικτής, φορμικτής)· ἀλλὰ πλείονες οἱ συνηγοροῦντες ὑπὲρ τοῦ τύπου σαλπιγκτής, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 191, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
v. σαλπικτής.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σαλπιστής ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και σαλπικτής και σαλπιγκτήρ, -ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α
αυτός που σαλπίζει, που παίζει σάλπιγγα
νεοελλ.
1. στρ. στρατιώτης του οποίου έργο είναι να σαλπίζει τα παραγγέλματα για έγερση, ασκήσεις, ανάπαυση, κατάκλιση, καθώς και τα παραγγέλματα σε ώρα μάχης
2. μτφ. αυτός που διακηρύσσει, που διαλαλεί σπουδαία γεγονότα
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) πτηνό με φωνή παραπλήσια προς τον ήχο της σάλπιγγας, ο ορχίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαλπίζω (< σαλπίγγ-jω) + κατάλ. -της].
Greek Monotonic
σαλπιγκτής: -οῦ, ὁ, αυτός που δίνει παραγγέλματα με τη σάλπιγγα, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σαλπιγκτής: οῦ ὁ = σαλπικτής.