σέρφος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
(nl)
(4)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σέρφος -ου, ὁ mug.
|elnltext=σέρφος -ου, ὁ mug.
}}
{{elru
|elrutext='''σέρφος:''' ὁ предполож. москит Arph.: χολὴν καὶ σέρφῳ φασὶν ἐνεῖναι погов. Anth. говорят, что и у москита есть желчь, т. е. чувство самосохранения.
}}
}}

Revision as of 03:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέρφος Medium diacritics: σέρφος Low diacritics: σέρφος Capitals: ΣΕΡΦΟΣ
Transliteration A: sérphos Transliteration B: serphos Transliteration C: serfos Beta Code: se/rfos

English (LSJ)

ὁ, a small winged insect, prob. a kind of

   A gnat or winged ant, Ar.V.352 (ubi v. Sch.), Av.82, 569, Nicopho 1, dub. in Phld. Mort.34: prov., ἔνεστι κἀν μύρμηκι κἀν σέρφῳ χολή 'even the gnat has its sting', Sch.Ar.Av.82, V.352, cf. AP10.49 (Pall.):—written συρφός in Hsch.

German (Pape)

[Seite 872] ὁ, ein kleines geflügeltes Insekt, wahrscheinlich eine Mückenart, Ar. Av. 82. 572 Vesp. 351, wo die Scholl. zu vergleichen; auch σέριφος, Nicopho bei Schol. Ar. Av. 582; auch eine geflügelte Ameise, sonst νύμφη, Didym. bei Phot. Aber γραῦς σερίφη ist eine Heuschreckenart, die sonst μάντις heißt, dah. γραῦς σέριφος, eine altgewordene Jungfer, gleichsam eine alte Grille, Zenob. 2, 94. – Ar. nannte Lacedämon σέριφον, διὰ τὸ σκληρῶς ζῆν, VLL. – Sprichwörtlich ἔστι κἀν σερίφῳ χολή, auch im kleinsten Wurm ist Galle, d. i. auch der Wurm krümmt sich, wenn er getreten wird, Pallad. en. paralipp. 112 (X, 49).

Greek (Liddell-Scott)

σέρφος: ὁ, μικρὸν ἔντομον πτερωτόν, πιθανῶς εἶδος ἐμπίδος ἢ πτερυγοφόρου μύρμηκος, Ἀριστοφ. Σφ. 352 (ἔνθα ἴδε Σχολ.) Ὄρν. 82, 570· -παροιμ., ἔστι κἀν μύρμηκι κἀν σέρφῳ χολή, καὶ ἡ ἐμπὶς ἔτι ἔχει τὸ κέντρον της, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 82, Σφ. 362, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 49· -φέρεται συρφὸς παρ’ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
petit insecte ailé, moucheron ou cousin.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

και, κατά τον Ησύχ., σύρφος, ὁ, Α
1. μικρό πτερωτό έντομο, πιθανώς είδος πτερωτού μυρμηγκιού
2. παροιμ. φρ. «ἔνεστι κἀν μύρμηκι κἀν σέρφῳ χολή» — ακόμη και ο μικρός και ασήμαντος άνθρωπος μπορεί να βλάψει κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. Οι τ. σέρφος / σύρφος εμφανίζουν επίθημα -φος (πρβλ. ἔλαφος), ενώ ο τ. σέριφος «είδος ακρίδας» επίθημα -ιφος (πρβλ. ἔριφος)].

Greek Monotonic

σέρφος: ὁ, είδος σκνίπας ή φτερωτού μυρμηγκιού, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σέρφος -ου, ὁ mug.

Russian (Dvoretsky)

σέρφος: ὁ предполож. москит Arph.: χολὴν καὶ σέρφῳ φασὶν ἐνεῖναι погов. Anth. говорят, что и у москита есть желчь, т. е. чувство самосохранения.