σιτοποιέω: Difference between revisions
πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῑτοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προετοιμάζω]] το [[σιτάρι]] καταλλήλως προκειμένου να γίνει [[τροφή]], [[παρασκευάζω]] [[ψωμί]], [[ζυμώνω]], [[μαγειρεύω]], σε Ευρ.· [[σιτοποιέω]] τινί, [[παρέχω]] τρόφιμα στον καθένα, σε Ξεν. — Μέσ., [[ετοιμάζω]] [[φαγητό]] για τον εαυτό μου, [[λαμβάνω]] [[τροφή]], [[γευματίζω]], στον ίδ. | |lsmtext='''σῑτοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προετοιμάζω]] το [[σιτάρι]] καταλλήλως προκειμένου να γίνει [[τροφή]], [[παρασκευάζω]] [[ψωμί]], [[ζυμώνω]], [[μαγειρεύω]], σε Ευρ.· [[σιτοποιέω]] τινί, [[παρέχω]] τρόφιμα στον καθένα, σε Ξεν. — Μέσ., [[ετοιμάζω]] [[φαγητό]] για τον εαυτό μου, [[λαμβάνω]] [[τροφή]], [[γευματίζω]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑτοποιέω:''' <b class="num">1)</b> готовить хлеб или приготовлять пищу Eur.: χειρομύλαις σιτοποιεῖσθαι Xen. приготовлять себе муку на ручных мельницах;<br /><b class="num">2)</b> давать пропитание (τινι Xen.);<br /><b class="num">3)</b> med. принимать пищу, питаться Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:32, 1 January 2019
English (LSJ)
A prepare corn for food, make bread, E.Tr.494; τὸ πτίσσειν καὶ ἀλήθειν καὶ σ. Sor.1.93; σ. τισί give victuals to... X. Cyr.4.4.7:—Pass., to be made into bread, ἀπὸ τοῦ -ηθέντος σίτου PCair.Zen.4.23 (iii B.C.). II Med., prepare food for oneself, X.Cyr.6.2.31; take food, ib.1.6.36.
German (Pape)
[Seite 886] Getreide zubereiten, mahlen u. dgl., auch Kost. Nahrung bereiten, Eur. Troad. 494, τινί, Xen. Cyr. 4, 4, 7; u. im med., ib. 6, 2, 31, sich Speise zubereiten; auch Nahrung zu sich uehmen, essen, 1, 6, 36.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοποιέω: παρασκευάζω καταλλήλως σῖτον πρὸς τροφήν, κατασκευάζω ἄρτον, Εὐρ. Τρῳ. 494· σ. τινι, παρέχω τροφὰς εἴς τινα, Ξεν. Κύρ. 4. 4, 7. ΙΙ. Μέσ., παρασκευάζω τροφὴν δι’ ἐμαυτόν, αὐτόθι 6. 2, 31· λαμβάνω τροφήν, αὐτόθι 1. 6, 36.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire du pain, préparer de la nourriture : τινι à qqn;
Moy. σιτοποιέομαι-οῦμαι;
1 se préparer de la nourriture;
2 prendre de la nourriture.
Étymologie: σιτοποιός.
Greek Monotonic
σῑτοποιέω: μέλ. -ήσω, προετοιμάζω το σιτάρι καταλλήλως προκειμένου να γίνει τροφή, παρασκευάζω ψωμί, ζυμώνω, μαγειρεύω, σε Ευρ.· σιτοποιέω τινί, παρέχω τρόφιμα στον καθένα, σε Ξεν. — Μέσ., ετοιμάζω φαγητό για τον εαυτό μου, λαμβάνω τροφή, γευματίζω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σῑτοποιέω: 1) готовить хлеб или приготовлять пищу Eur.: χειρομύλαις σιτοποιεῖσθαι Xen. приготовлять себе муку на ручных мельницах;
2) давать пропитание (τινι Xen.);
3) med. принимать пищу, питаться Xen.