σιδηροτομέω: Difference between revisions
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῐδηροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τέμνω]]), αυτός που τέμνει, κόβει ή σχίζει με σιδερένιο [[εργαλείο]], με [[ξίφος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''σῐδηροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τέμνω]]), αυτός που τέμνει, κόβει ή σχίζει με σιδερένιο [[εργαλείο]], με [[ξίφος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐδηροτομέω:''' рассекать железом (τινα Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:32, 1 January 2019
English (LSJ)
A cut or cleave with iron, ib.311 (Id.).
German (Pape)
[Seite 880] mit Eisen schneiden, spalten, Philp. 34 (IX, 311).
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροτομέω: κόπτω, τέμνω, χωρίζω, σχίζω διὰ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 9. 311.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper avec du fer.
Étymologie: σίδηρος, τέμνω.
Greek Monotonic
σῐδηροτομέω: μέλ. -ήσω (τέμνω), αυτός που τέμνει, κόβει ή σχίζει με σιδερένιο εργαλείο, με ξίφος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροτομέω: рассекать железом (τινα Anth.).