στεγνοφυής: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στεγνοφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που είναι από τη [[φύση]] του [[πυκνός]], [[σφιχτός]], [[σωματώδης]], σε Ανθ. | |lsmtext='''στεγνοφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που είναι από τη [[φύση]] του [[πυκνός]], [[σφιχτός]], [[σωματώδης]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στεγνοφυής:''' имеющий плотную природу, т. е. вещественный: σ. ἢ [[ἄϋλος]] Anth. материальный или невещественный. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A of thick nature, AP11.354.15 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 932] ές, von dichter Beschaffenheit, körperlich, ψυχή, Agath. 70 (XI, 354).
Greek (Liddell-Scott)
στεγνοφυής: -ές, ὁ πυκνὸς τὴν φύσιν, σφιγκτός, Ἀνθ. Π. 11. 354.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’une nature épaisse.
Étymologie: στεγνός, φύω.
Greek Monolingual
-ές, Α
πυκνός, σφιχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].
Greek Monotonic
στεγνοφυής: -ές (φυή), αυτός που είναι από τη φύση του πυκνός, σφιχτός, σωματώδης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
στεγνοφυής: имеющий плотную природу, т. е. вещественный: σ. ἢ ἄϋλος Anth. материальный или невещественный.