στόμις: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(38) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εως, ὁ, Α<br />(για ίππο) [[ατίθασος]], [[σκληρόστομος]], αυτός που δεν δέχεται το [[χαλινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ις</i>, -<i>εως</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γάστρ</i>-<i>ις</i>, -<i>εως</i>)]. | |mltxt=-εως, ὁ, Α<br />(για ίππο) [[ατίθασος]], [[σκληρόστομος]], αυτός που δεν δέχεται το [[χαλινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ις</i>, -<i>εως</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γάστρ</i>-<i>ις</i>, -<i>εως</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στόμις:''' ιδος, v. l. [[στομίς]], ίδος adj. m не повинующийся узде, непокорный (sc. [[ἵππος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A hard-mouthed horse, A.Fr.442 (v.l. στομίας).
German (Pape)
[Seite 948] ὁ, = στομίας, Aesch. frg. 347 in B. A. 64, ὁ μὴ πειθόμενος χαλινῷ.
Greek (Liddell-Scott)
στόμις: ὁ, σκληροστομος, σκληροτράχηλος, δυσπειθὴς ἵππος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 346, ἔνθα ἴδε τὸν Ἕρμανν. (386)· στομίας παρὰ τῷ Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόμις· ὁ ἀπειθής· μέγα στόμα ἔχων, καὶ τοὺς ἵππους δὲ στομίας λέγουσι τοὺς ἀπειθοῦντας τοῖς χαλινοῖς».
Greek Monolingual
-εως, ὁ, Α
(για ίππο) ατίθασος, σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται το χαλινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα -ις, -εως (πρβλ. γάστρ-ις, -εως)].
Russian (Dvoretsky)
στόμις: ιδος, v. l. στομίς, ίδος adj. m не повинующийся узде, непокорный (sc. ἵππος Aesch.).