συμμαχέω: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σύμμαχος]]), είμαι [[σύμμαχος]], [[ανήκω]] σε μια [[συμμαχία]], σε Αισχύλ., Θουκ.· γενικά, [[βοηθώ]], [[παρέχω]] [[αρωγή]], [[συντρέχω]], συνδράμω, <i>τινί</i>, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., βοηθιέμαι, [[δέχομαι]] [[βοήθεια]], σε Λουκ.
|lsmtext='''συμμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σύμμαχος]]), είμαι [[σύμμαχος]], [[ανήκω]] σε μια [[συμμαχία]], σε Αισχύλ., Θουκ.· γενικά, [[βοηθώ]], [[παρέχω]] [[αρωγή]], [[συντρέχω]], συνδράμω, <i>τινί</i>, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., βοηθιέμαι, [[δέχομαι]] [[βοήθεια]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμᾰχέω:''' <b class="num">1)</b> совместно сражаться, помогать в борьбе, быть (боевым) союзником Aesch., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> помогать, содействовать (τινι Soph., Plat.): τὸ [[χωρίον]] συμμαχέει κολωνὸς ἐὸν [[ὥστε]] [[τοιοῦτο]] εἶναι Her. холмистый характер местности способствует этому; ὑπὸ τούτων ἁπάντων συμμαχούμενος Luc. поддерживаемый всеми ими.
}}
}}

Revision as of 04:03, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμᾰχέω Medium diacritics: συμμαχέω Low diacritics: συμμαχέω Capitals: ΣΥΜΜΑΧΕΩ
Transliteration A: symmachéō Transliteration B: symmacheō Transliteration C: symmacheo Beta Code: summaxe/w

English (LSJ)

aor.

   A συνεμάχησα IG22.10A7 (v B.C.): pf. συμμεμάχηκα SIG588.61 (Milet., ii B.C.):—to be an ally, to be in alliance, A.Pers. 793, Th.1.35, 7.50, etc.: c. acc. cogn., σ. τὴν μάχην IG l.c.: c. dat., SIG366.8 (Delph., iii B.C.), etc.; οὐ ξ., ἀλλὰ ξυναδικεῖν join not in war but in doing wrong, Th.1.39: generally, help, succour, σ. τινί S.Ant.740, Ph.1368, Pl.R.440c, Phlb.14b, etc.; τοῖσιν εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη Critias 21; σ. ὥστε . .assist towards... Hdt.1.98:— Med., pf. part. συμμεμαχημένος in act. sense, Luc. Tyr.7:—Pass., συμμαχοῦμαι ὑπό τινος Id.Cal.22. Cf.συμμάχομαι.

German (Pape)

[Seite 980] Einem kämpfen helfen, Kampfgenosse u. übh. Gehülfe, Beistand sein; Aesch. Pers. 779; τοῖσδε σὺ εἶ ξυμμαχήσων Soph. Phil. 1352; ὅδ' ὡς ἔοικε τῇ γυναικὶ συμμαχεῖν Ant. 736; in Prosa: Her. 1, 98; Thuc. 7, 50; Plat. Menex. 245 b; τῷ δικαίῳ Rep. IV, 440 c; Xen. Cyr. 1, 3, 15; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμᾰχέω: εἶμαι σύμμαχος, εἶμαι συνδεδεμένος διὰ συμμαχίας, τίνι τρόπῳ δὲ συμμαχεῖ; Αἰσχύλ. Πέρσ. 793, Θουκ. 1, 35., 7. 50· οὐ ξ., ἀλλὰ ξυναδικεῖν, συμμαχεῖν οὐχὶ πρὸς πόλεμον ἀλλὰ πρὸς κακοποιίαν, ὁ αὐτ. 1. 39· ― καθόλου, βοηθῷ, συντρέχω, σ. τινι Σοφ. Ἀντ. 740, Φιλ. 1366, Πλάτ., κλπ.· τοῖς εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη Κριτίας 13· σ. ὥστε..., βοηθῶ ὥστε..., Ἡρόδ. 1. 98. ― Παθ., συμμαχοῦμαι ὑπό τινος Λουκ. π. Διαβολ. 22. Πρβλ. συμμάχομαι. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 192 κἑξ., 859.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
assister dans un combat :
1 être allié de guerre;
2 en gén. assister, secourir, τινι ; Pass. συμμαχεῖσθαι ὑπό τινος LUC être secouru par qqn.
Étymologie: σύμμαχος.

Greek Monotonic

συμμᾰχέω: μέλ. -ήσω (σύμμαχος), είμαι σύμμαχος, ανήκω σε μια συμμαχία, σε Αισχύλ., Θουκ.· γενικά, βοηθώ, παρέχω αρωγή, συντρέχω, συνδράμω, τινί, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., βοηθιέμαι, δέχομαι βοήθεια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμμᾰχέω: 1) совместно сражаться, помогать в борьбе, быть (боевым) союзником Aesch., Thuc.;
2) помогать, содействовать (τινι Soph., Plat.): τὸ χωρίον συμμαχέει κολωνὸς ἐὸν ὥστε τοιοῦτο εἶναι Her. холмистый характер местности способствует этому; ὑπὸ τούτων ἁπάντων συμμαχούμενος Luc. поддерживаемый всеми ими.