συνεξακολουθέω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεξᾰκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] [[σταθερά]], [[παρακολουθώ]] διαρκώς, σε Πολύβ.
|lsmtext='''συνεξᾰκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] [[σταθερά]], [[παρακολουθώ]] διαρκώς, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεξᾰκολουθέω:''' <b class="num">1)</b> постоянно сопровождать, быть неразлучным (τινι, [[παρά]] τινι и [[παρά]] τινος Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> быть привычным, свойственным (τινι Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> следовать, идти следом (τῷ κινουμένῳ Sext.);<br /><b class="num">4)</b> следовать, быть следствием, вытекать: τὰ συνεξακολουθοῦντα Polyb. последствия; τὸ συνεξακολουθοῦν τούτοις Polyb. в результате этого;<br /><b class="num">5)</b> соответствовать, согласоваться (ταῖς προθέσεσί τινος Polyb.).
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξᾰκολουθέω Medium diacritics: συνεξακολουθέω Low diacritics: συνεξακολουθέω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΩ
Transliteration A: synexakolouthéō Transliteration B: synexakoloutheō Transliteration C: syneksakoloutheo Beta Code: sunecakolouqe/w

English (LSJ)

   A follow constantly, attend everywhere, συνεξακολουθεῖ τισι ὄνειδος Plb.2.7.3, cf. 58.11; τὸ νικᾶν σφίσι σ. Id.3.63.11, etc.; συνεξηκολούθει αὐτῷ ἀσέλγεια was habitual to him, Id.36.15.4.    2 of events, turn out in accordance with, τῇ βουλήσει τινός OGI763.48 (Milet., ii B.C.); ταῖς Ῥωμαίων προθέσεσι Plb.18.32.12; τὸ σ. τούτοις their consequences, Id.3.55.3.    3 in Gramm., = συνεκτρέχω 111, Eust.630.20, An.Ox.1.97: hence Subst. συνεξακολούθησις, εως, ἡ, Eust.630.21.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξᾰκολουθέω: ἐξακολουθῶ ἀπαύστως, παρακολουθῶ, πανταχοῦ, συνεξακολουθεῖ τινι ὄνειδος Πολύβ. 2. 7, 3, πρβλ. 58, 11· τὸ νικᾶν σ. τινι 3. 63, 11, κτλ.· συνεξηκολούθει αὐτῷ ἀσέλγεια, κατέστη συνήθης εἰς αὐτόν, 37. 2, 4· τὰ συνεξακολουθοῦντα τούτοις, τὰ ἐπακόλουθα, τὰ ἀποτελέσματα, 3. 109. 9. 2) ἐπὶ γεγονότων, ἀποβαίνω συμφώνως πρός τι, τινι 18. 15, 12· τὸ σ. τούτοις, τὰ ἐπακόλουθα αὐτῶν, τὰ ἀποτελέσματα, 3. 55, 3. 3) παρὰ τοῖς γραμμ. = συνεκτρέχω, Εὐστ. 630. 20, Ἀνέκδ. Ὀξ. 1. 97· ὡσαύτως οὐσιαστ. -ησις, εως, ἡ, παρ’ Εὐστ. ἐνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se laisser conduire par, τινι;
2 suivre le parti de, τινι;
3 être la conséquence de, se produire par suite de;
4 correspondre à, concorder avec.
Étymologie: σύν, ἐξακολουθέω.

Greek Monotonic

συνεξᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ σταθερά, παρακολουθώ διαρκώς, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνεξᾰκολουθέω: 1) постоянно сопровождать, быть неразлучным (τινι, παρά τινι и παρά τινος Polyb.);
2) быть привычным, свойственным (τινι Polyb.);
3) следовать, идти следом (τῷ κινουμένῳ Sext.);
4) следовать, быть следствием, вытекать: τὰ συνεξακολουθοῦντα Polyb. последствия; τὸ συνεξακολουθοῦν τούτοις Polyb. в результате этого;
5) соответствовать, согласоваться (ταῖς προθέσεσί τινος Polyb.).