συνεγκλίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[γράφω]] ως εγκλιτικό<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεγκλίνομαι</i><br />[[κλίνω]] ή κάμπτομαι [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγκλίνω]] / -<i>ομαι</i> «[[αποβάλλω]] τον τόνο μου ο [[οποίος]] μεταβιβάζεται στην προηγούμενη [[λέξη]], [[κλίνω]], [[κάμπτω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[γράφω]] ως εγκλιτικό<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεγκλίνομαι</i><br />[[κλίνω]] ή κάμπτομαι [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγκλίνω]] / -<i>ομαι</i> «[[αποβάλλω]] τον τόνο μου ο [[οποίος]] μεταβιβάζεται στην προηγούμενη [[λέξη]], [[κλίνω]], [[κάμπτω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεγκλίνω:''' (ῑ) Diod. v. l. = [[συνεκκλίνομαι]].
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεγκλίνω Medium diacritics: συνεγκλίνω Low diacritics: συνεγκλίνω Capitals: ΣΥΝΕΓΚΛΙΝΩ
Transliteration A: synenklínō Transliteration B: synenklinō Transliteration C: synegklino Beta Code: sunegkli/nw

English (LSJ)

[ῑ], in Pass.,

   A collapse completely, D.S.3.26.    II Act., write as an enclitic, Sch.Th.1.11: hence συνεγκλῐτικός, ή, όν, enclitic, Hdn.Gr.1.551, cf. AB1142.

German (Pape)

[Seite 1010] mit od. zugleich einbiegen, neigen. – Bei den Gramm. = als Encliticum mit zurückgeworfenem Accent schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

συνεγκλίνω: [ῑ], κλίνωκάμπτω πρός τι ὁμοῦ, ἴδε συνεκκλίνω. ΙΙ. γράφω ὁμοῦ ὡς ἐγκλιτικόν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 11· συνεγκλιτικός, ή, όν, Α. Β. 1142.

Greek Monolingual

Α
1. γράφω ως εγκλιτικό
2. μέσ. συνεγκλίνομαι
κλίνω ή κάμπτομαι προς μια κατεύθυνση μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγκλίνω / -ομαι «αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη, κλίνω, κάμπτω»].

Greek Monolingual

Α
1. γράφω ως εγκλιτικό
2. μέσ. συνεγκλίνομαι
κλίνω ή κάμπτομαι προς μια κατεύθυνση μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγκλίνω / -ομαι «αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη, κλίνω, κάμπτω»].

Russian (Dvoretsky)

συνεγκλίνω: (ῑ) Diod. v. l. = συνεκκλίνομαι.