τετράς: Difference between revisions
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετράς:''' -[[άδος]], ἡ, η τέταρτη [[μέρα]] του [[μήνα]], σε Ησίοδ., Αριστοφ. | |lsmtext='''τετράς:''' -[[άδος]], ἡ, η τέταρτη [[μέρα]] του [[μήνα]], σε Ησίοδ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετράς:''' άδος (ᾰδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> число четыре, четверица, четверка Arst.;<br /><b class="num">2)</b> четвертый день месяца HH, Hes., Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 1 January 2019
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A the number four, Arist.Metaph.1081b16, 1090b23, Ph.1.22, Plu.Lyc.5, etc. 2 the fourth dav of the month, h.Merc. 19, Hes.Op.794,798, Ar.Nu.1131, Th.5.54, IG12.304.50,62, etc.; so Boeot. πετράς (q.v.); τετράδι γέγονας, prov. of one born to a life of labour (cf. τετραδισταί 11), Pl.Com.100, cf. Aristonym.4, Sannyr. 5. b the fourth day of the week, Wednesday, Cod.Just.9.4.6.1. 3 a space of four days, Hp.Prog.20. 4 the four quarters of the moon, Thphr.Sign.5,27,38. II = τετραρχία 1, Hellanic.52 J. III κατὰ τετράδα διατετάχθαι in four divisions, Ascl.Tact.3.1.
German (Pape)
[Seite 1099] άδος, ἡ, die Zahl 4, Plut. Symp. 9, 2 u. a. Sp. – Bes. der vierte Tag, Hes. O. 796. 800. 811. 821; φθίνοντος, Thuc. 5, 54; er war in jedem Monate dem Hermes geweiht, Schol. Ar. Plut. 1126. – Auch eine Zeit von vier Tagen. – Ein Quartblatt, quaternio.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
le quatrième jour du mois.
Étymologie: τέτταρες.
Greek Monolingual
(I)
-άδος, ἡ, ΜΑ
βλ. τετράδα.———————— (II)
-άντος, ο / τετρᾱς, -ᾱντος, ΝΜΑ
χάλκινο νόμισμα τών αρχαίων Ρωμαίων που είχε αξία ίση με ένα τέταρτο του ασσαρίου
νεοελλ.
γεωμετρικό όργανο ευρύτατης άλλοτε χρήσης για μέτρηση υψών και αποστάσεων ή γωνιών σκοπεύσεως
αρχ.
το τέταρτο κύκλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κατάλ. -ᾶς, -ᾶντος (πιθ. < -ᾱεις, -ᾱεντος, βλ. λ. -όεις), πρβλ. ἑξ-ᾶς. Ο τ. με σημ. «ρωμαϊκό νόμισμα» είναι απόδοση του λατ. quadrans (< quattuor «τέσσερα»)].———————— (III)
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία πολλών μικρόσωμων και ανθεκτικών ψαριών ενυδρείου της οικογένειας characidae.
Greek Monotonic
τετράς: -άδος, ἡ, η τέταρτη μέρα του μήνα, σε Ησίοδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τετράς: άδος (ᾰδ) ἡ
1) число четыре, четверица, четверка Arst.;
2) четвертый день месяца HH, Hes., Arph.