τορνευτολυρασπιδοπηγός: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τορνευτολῠρασπῐδοπηγός:''' ὁ ([[τορνεύω]], [[λύρα]], [[ἀσπίς]], [[πήγνυμι]]), [[κουρδιστής]] λύρας και [[κατασκευαστής]] ασπίδας, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τορνευτολῠρασπῐδοπηγός:''' ὁ ([[τορνεύω]], [[λύρα]], [[ἀσπίς]], [[πήγνυμι]]), [[κουρδιστής]] λύρας και [[κατασκευαστής]] ασπίδας, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τορνευτολῠρασπῐδοπηγός:''' ὁ [[τορνευτός]] + [[λύρα]] + [[ἀσπίς]] + [[πήγνυμι]] шутл. лирощитодел, т. е. мастер, изготовляющий лиры и щиты Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A lyre-turner and shield-maker, Com. word in Ar.Av.491 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1130] ὁ, der Lyren drechselt und Schilder verfertigt, komisches Wort bei Ar. Av. 491; die alte v. l. τορνευτασπιδολυροπηγός ist gegen den Vers.
Greek (Liddell-Scott)
τορνευτολῠρασπῐδοπηγός: ὁ, ὁ τορνεύων λύρας καὶ κατασκευάζων ἀσπίδας, κωμικὴ λέξις παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 491.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant-de-boucliers-tournelyre.
Étymologie: τορνευτής, λύρα, ἀσπίς, πήγνυμι.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κωμ. λ.) (στον Αριστοφ.) αυτός που τορνεύει λύρες και κατασκευάζει ασπίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τορνευτής + λύρα + ἀσπίς, -ίδος + -πηγός (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ναυ-πηγός.
Greek Monotonic
τορνευτολῠρασπῐδοπηγός: ὁ (τορνεύω, λύρα, ἀσπίς, πήγνυμι), κουρδιστής λύρας και κατασκευαστής ασπίδας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τορνευτολῠρασπῐδοπηγός: ὁ τορνευτός + λύρα + ἀσπίς + πήγνυμι шутл. лирощитодел, т. е. мастер, изготовляющий лиры и щиты Arph.