τρικόρωνος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῐκόρωνος:''' -ον ([[κορώνη]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριπλάσια της ηλικίας του κόρακα, που είναι δηλ. [[πολύ]] γέρος, σε Ανθ. | |lsmtext='''τρῐκόρωνος:''' -ον ([[κορώνη]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριπλάσια της ηλικίας του κόρακα, που είναι δηλ. [[πολύ]] γέρος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐκόρωνος:''' проживший три вороньих века, т. е. очень старый ([[γραῦς]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A thrice a crow's age, AP11.69 (Lucill.), Alciphr.1.28, AP5.288 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκόρωνος: -ον, ὁ ἔχων ἡλικίαν τριπλασίαν τῆς ἡλικίας κορώνης, ὑπεργήρως, Ἀνθ. Π. 5. 289., 11. 69, καὶ οὕτω διορθοῦται παρὰ τῷ Ἀλκίφρονι 1. 28 ἀντὶ τρίκουρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit trois fois l’âge d’une corneille.
Étymologie: τρεῖς, κορώνη.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια της κουρούνας, ο πολύ γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρωνος (< κορώνη «κουρούνα»), πρβλ. τετρα-χόρωνος].
Greek Monotonic
τρῐκόρωνος: -ον (κορώνη), αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια της ηλικίας του κόρακα, που είναι δηλ. πολύ γέρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐκόρωνος: проживший три вороньих века, т. е. очень старый (γραῦς Anth.).