τυμβίτης: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
(nl) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τυμβίτης -ου [τύμβος] graf-:. λᾶας ὁ τυμβίτης de grafsteen AP 7.198.2. | |elnltext=τυμβίτης -ου [τύμβος] graf-:. λᾶας ὁ τυμβίτης de grafsteen AP 7.198.2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τυμβίτης:''' ου (ῑ) adj. m (на)могильный ([[λᾶας]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A on or at the grave, λᾶας AP7.198 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ τοῦ τύμβου, μνηματίτης, λᾶας Ἀνθ. Π. 7. 198.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m;
c. τυμβεῖος.
Étymologie: τύμβος.
Greek Monolingual
και δ. τ. τυμβείτης, ὁ, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια κηδείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ὀνυχ-ίτης)].
Greek Monotonic
τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ (τύμβος), αυτός που είναι μέσα σε τάφο ή κοντά σε αυτόν, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυμβίτης -ου [τύμβος] graf-:. λᾶας ὁ τυμβίτης de grafsteen AP 7.198.2.
Russian (Dvoretsky)
τυμβίτης: ου (ῑ) adj. m (на)могильный (λᾶας Anth.).