τριψημερέω: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τριψημερέω:''' ([[τρῖψαι]], [[ἡμέρα]]), χάνω την [[ημέρα]] μου, [[χασομερώ]], Λατ. terere [[tempus]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τριψημερέω:''' ([[τρῖψαι]], [[ἡμέρα]]), χάνω την [[ημέρα]] μου, [[χασομερώ]], Λατ. terere [[tempus]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τριψημερέω:''' [[τρίβω]] попусту терять время Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A waste the day, Ar.V.849.
Greek (Liddell-Scott)
τριψημερέω: (τρίβω) κατατρίβω μάτην τὸν καιρόν μου, «χασομερῶ», Λατ. tenere tempus, Ἀριστοφ. Σφ. 849· «τριψημερεῖν· στραγγεύεσθαι, καὶ παρέλκειν τὰς ὥρας» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
perdre ses journées ou son temps.
Étymologie: τρίβω, ἡμέρα.
Greek Monotonic
τριψημερέω: (τρῖψαι, ἡμέρα), χάνω την ημέρα μου, χασομερώ, Λατ. terere tempus, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τριψημερέω: τρίβω попусту терять время Arph.