ὑπέρπλεως: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
(43)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ων / [[ὑπέρπλεως]], -ων, ΝΜΑ και [[ὑπέρπλεος]], -ον, Ν<br />(λόγ. τ.) εντελώς [[γεμάτος]], [[ξέχειλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπέρπλεον</i><br />το [[περίσσευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />μολυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλέως]] / [[πλέος]] «[[γεμάτος]], [[πλήρης]]»].
|mltxt=-ων / [[ὑπέρπλεως]], -ων, ΝΜΑ και [[ὑπέρπλεος]], -ον, Ν<br />(λόγ. τ.) εντελώς [[γεμάτος]], [[ξέχειλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπέρπλεον</i><br />το [[περίσσευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />μολυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλέως]] / [[πλέος]] «[[γεμάτος]], [[πλήρης]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρπλεως:''' переполненный: ὑ. ταῖς γαστριμαργίαις Luc. наевшийся вдоволь или до отвала.
}}
}}

Revision as of 05:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρπλεως Medium diacritics: ὑπέρπλεως Low diacritics: υπέρπλεως Capitals: ΥΠΕΡΠΛΕΩΣ
Transliteration A: hypérpleōs Transliteration B: hyperpleōs Transliteration C: yperpleos Beta Code: u(pe/rplews

English (LSJ)

ων,

   A overfull, surfeited, γαστριμαργίαις Luc.Am.42, cf. Poll.4.186: cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 1201] überfüllt, τινί, Luc. am. 42.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπλεως: -ων, πλήρης εἰς ὑπερβολήν, κεκορεσμένος ὑπερμέτρως, γαστριμαργίαις Λουκ. Ἔρωτ. 42· μεμολυσμένος, Πολυδ. Δ΄, 186· πρβλ. ὑπέρπλεος.

Greek Monolingual

-ων / ὑπέρπλεως, -ων, ΝΜΑ και ὑπέρπλεος, -ον, Ν
(λόγ. τ.) εντελώς γεμάτος, ξέχειλος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρπλεον
το περίσσευμα
αρχ.
μολυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρπλεως: переполненный: ὑ. ταῖς γαστριμαργίαις Luc. наевшийся вдоволь или до отвала.