ὑπόλιχνος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόλιχνος:''' -ον, κάπως [[λιχούδης]] ή [[λαίμαργος]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑπόλιχνος:''' -ον, κάπως [[λιχούδης]] ή [[λαίμαργος]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόλιχνος:''' немного падкий до лакомств, любящий покушать ([[γένος]] τι ἀνθρώπων Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A somewhat lickerish or dainty, Luc.Icar.29.
German (Pape)
[Seite 1224] etwas lecker, naschhaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλιχνος: -ον, ὀλίγον τι λίχνος, λαίμαργος, Λουκ. Ἱκαρομέν. 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
quelque peu gourmand.
Étymologie: ὑπό, λίχνος.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο κάπως λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λίχνος «λαίμαργος, λειχούδης»].
Greek Monotonic
ὑπόλιχνος: -ον, κάπως λιχούδης ή λαίμαργος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλιχνος: немного падкий до лакомств, любящий покушать (γένος τι ἀνθρώπων Luc.).