ὑσγινοβαφής: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑσγῑνοβᾰφής:''' -ές, πορφυροβαμμένος, [[άλικος]], [[κατακόκκινος]], σε Ξεν., Λουκ.
|lsmtext='''ὑσγῑνοβᾰφής:''' -ές, πορφυροβαμμένος, [[άλικος]], [[κατακόκκινος]], σε Ξεν., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑσγῑνοβᾰφής:''' окрашенный в пурпур, пурпурный ([[ἀναξυρίδες]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 05:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑσγῐνοβᾰφής Medium diacritics: ὑσγινοβαφής Low diacritics: υσγινοβαφής Capitals: ΥΣΓΙΝΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: hysginobaphḗs Transliteration B: hysginobaphēs Transliteration C: ysginovafis Beta Code: u(sginobafh/s

English (LSJ)

ές, (βάπτω)

   A dipped or dyed in ὕσγινον, i.e. scarlet, X.Cyr.8.3.13, Clearch.25: τὰ ὑ. scarlet cloths, Luc.Gall.14, Ath.12.539e.

Greek (Liddell-Scott)

ὑσγῑνοβᾰφής: -ές, (βάπτω) βεβαμμένον εἰς βάμμα ὕσγινον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε· τὰ ὕσγινα, δηλ. ἱμάτια, Ἀθήν. 539Ε, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint en rouge écarlate ; τὰ ὑσγινοβαφῆ vêtements d’écarlate.
Étymologie: ὕσγινον, βάπτω.

Greek Monolingual

-ές / ὑσγινοβαφής, -ές, ΝΜΑ
1. βαμμένος με ύσγινο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «είδος φυτικής βαφής» + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκο-βαφής].

Greek Monotonic

ὑσγῑνοβᾰφής: -ές, πορφυροβαμμένος, άλικος, κατακόκκινος, σε Ξεν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑσγῑνοβᾰφής: окрашенный в пурпур, пурпурный (ἀναξυρίδες Xen.).