Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλάγων: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλάγων:''' [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που αγαπά τους αγώνες, σε Ανθ.
|lsmtext='''φῐλάγων:''' [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που αγαπά τους αγώνες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλάγων:''' ωνος adj. любящий состязания, т. е. украшающий победителей ([[κισσός]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 05:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλάγων Medium diacritics: φιλάγων Low diacritics: φιλάγων Capitals: ΦΙΛΑΓΩΝ
Transliteration A: philágōn Transliteration B: philagōn Transliteration C: filagon Beta Code: fila/gwn

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ, ἡ,

   A loving contests, κισσός AP7.708 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1274] ωνος, den Wettkampf, Wettstreit liebend, bei Wettkämpfen gebräuchlich, κισσός Diosc. 30 (VII, 708).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάγων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἀγῶνας, κισσὸς Ἀνθ. Π. 7. 708, πρβλ. Ἀθήν. 241F.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
qui aime les combats, la lutte.
Étymologie: φίλος, ἀγών.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που αγαπά τους αγώνες
2. αυτός που χρησιμοποιείται ως βραβείο σε αγώνες («τὸν φιλάγωνα κισσόν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀγών, -ῶνος].

Greek Monotonic

φῐλάγων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που αγαπά τους αγώνες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλάγων: ωνος adj. любящий состязания, т. е. украшающий победителей (κισσός Anth.).