φιλέλλην: Difference between revisions
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλέλλην:''' -ηνος, ὁ, ἡ, αυτός που αγαπά τους Έλληνες, σε Ηρόδ., Πλάτ. | |lsmtext='''φῐλέλλην:''' -ηνος, ὁ, ἡ, αυτός που αγαπά τους Έλληνες, σε Ηρόδ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλέλλην:''' ηνος adj. любящий Грецию, преданный Греции ([[ἄνδρες]] Isocr.; [[Καῖσαρ]] Plut.): καλὸν Ἓλληνα [[ὄντα]] φιλέλληνα εἶναι Xen. хорошо, если грек является греческим патриотом. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ηνος, ὁ, ἡ,
A fond of the Hellenes, mostly of foreign princes, as Amasis, Hdt.2.178, cf. Plu.Ant.23; of Parthian kings, BMus.Cat.Coins, Parthia p.14, etc.; φ. Ἀρσάκης PAvrom.1A2 (i B. C.); also of Nero, SIG814.41 (Acraephiae, i A. D.); also of Hellenic tyrants, as Jason of Pherae, Isoc. 5.122: generally of Hellenic patriots, Pl.R.470e; of Hippocrates, Sor.Vit.Hippocr.8; καλὸν Ἕλληνα ὄντα φιλέλληνα εἶναι X.Ages.7.4; μᾶλλον φ. ib.2.31, Isoc.4.96; μάλιστα φ., of the subjects of Evagoras, Id.9.50; coupled with φιλοβασιλεύς, Com.Adesp. in Gött.Nachr.1922.31.
German (Pape)
[Seite 1275] ηνος, die Hellenen liebend, Hellenenfreund; Her. 2, 178; Plat. Rep. V, 470 e; Xen. Ages. 2, 30; Isocr. 4, 96 u. A.; auch ihre Sprache, Literatur liebend, Plut. u.a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλέλλην: ηνος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς Ἕλληνας, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ξένων ἡγεμόνων, οἷον τοῦ Ἀμάσιος, Ἡρόδ. 2. 178, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 23· φέρεται συχνάκις ἐπὶ νομισμάτων τῶν Πάρθων βασιλέων, Eckhel. Num. 1. 3, σελ. 528 κἑξ., κλπ.· ― ὡσαύτως ὡς ἐπίθ. Ἑλλήνων τυράννων, οἷον Ἰάσονος τῶν Φερῶν, καὶ Εὐαγόρου τῆς Κύπρου, Ἰσοκρ. 107Α, 199Α· ― εἶτα καθόλου ἐπὶ παντὸς φιλοπάτριδος Ἕλληνος, Πλάτ. Πολ. 470Ε· καλὸν Ἕλληνα ὄντα φιλέλληνα εἶναι Ξεν. Ἀγησ. 7. 4· μᾶλλον φ. αὐτόθι 2. 31, Ἰσοκρ. 60D· μάλιστα φ. ὁ αὐτ. 199Α. Πρβλ. φιλαθήναιος. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177.
French (Bailly abrégé)
ηνος (ὁ, ἡ)
ami des Grecs, de leur langue, de leur littérature.
Étymologie: φίλος, Ἕλλην.
Greek Monotonic
φῐλέλλην: -ηνος, ὁ, ἡ, αυτός που αγαπά τους Έλληνες, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φιλέλλην: ηνος adj. любящий Грецию, преданный Греции (ἄνδρες Isocr.; Καῖσαρ Plut.): καλὸν Ἓλληνα ὄντα φιλέλληνα εἶναι Xen. хорошо, если грек является греческим патриотом.