φυστή: Difference between revisions
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φυστή:''' (ενν. [[μᾶζα]]), <i>ἡ</i>, είδος γλυκίσματος με [[κριθάρι]], [[ζύμη]] που έχει ανακατευθεί λίγο, δεν ζυμώθηκε γερά, σε Ανθ.· [[φυστή]] [[μᾶζα]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''φυστή:''' (ενν. [[μᾶζα]]), <i>ἡ</i>, είδος γλυκίσματος με [[κριθάρι]], [[ζύμη]] που έχει ανακατευθεί λίγο, δεν ζυμώθηκε γερά, σε Ανθ.· [[φυστή]] [[μᾶζα]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φυστή:''' v. l. φύστη ἡ и φυστὴ [[μᾶζα]] лепешка из слабо замешенного теста Arph., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:48, 1 January 2019
English (LSJ)
(sc. μᾶζα), ἡ, Att. name for a kind of
A light pastry or puff, Chionid.7, AP7.736 (Leon.): in full, φ. μᾶζα Ar.V.610 (anap.), Harmod.1, cf. Ath.3.114f (accented φυστῆ by Moer.p.384 P.: heterocl. pl. φύστα, τά, EM803.1).
German (Pape)
[Seite 1319] oder φύστη, ἡ, sc. μᾶζα, eine Art Brot, Kuchen aus Gerstenmehl, wozu der Teig nur leicht eingerührt, nicht derb geknetet war, Ar. Vesp. 610; bei den übrigen Griechen außer den Att. war dafür φύραμα gebräuchl.; λιτὴ καὶ οὐκ εὐάλφιτος Leon. Tar. 55 (VII, 736); vgl. Schol. Ar. Vesp. 610; ἡ μὴ ἄγαν τετριμμένη Ath. III, 114 f.
Greek (Liddell-Scott)
φυστή: (ἐξυπακ. μᾶζα), ἡ, Ἀττ. ὄνομα εἴδους πλακοῦντος ἐξ ἀλφίτων καὶ οἴνου, οὗ τὸ φύραμα ὀλίγον μόνον ἐζυμώνεταο καὶ οὐχὶ ἰσχυρῶς, Χιωνίδης ἐν «Πτωχοῖς» 4, Ἀνθ. Π. 7. 736˙ φυστὴ μᾶζα Ἀριστοφ. Σφ. 610˙ πρβλ. Ἀθήν. 114F, 149Α. ― Οἱ μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἐκάλουν τοῦτο φύραμα. ― Συχνάκις φέρεται φύστη˙ παρὰ τῷ Μοίριδι 384 φυστῆ˙ παρὰ δὲ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 803, 1 μνημονεύονται καὶ πληθ. φύστα, τά.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
s.e. μᾶζα;
sorte de pain ou de gâteau fait d’un mélange de farine et de vin grossièrement pétris.
Étymologie: DELG φῦσα « galette soufflée ».
Greek Monolingual
και φύστη και φυστῆ, ἡ, Α
(ενν. μάζα) είδος ελαφρά ζυμωμένου εδέσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. φυστός < φῦσα + κατάλ. -τός (πρβλ. πλαστή)].
Greek Monotonic
φυστή: (ενν. μᾶζα), ἡ, είδος γλυκίσματος με κριθάρι, ζύμη που έχει ανακατευθεί λίγο, δεν ζυμώθηκε γερά, σε Ανθ.· φυστή μᾶζα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
φυστή: v. l. φύστη ἡ и φυστὴ μᾶζα лепешка из слабо замешенного теста Arph., Anth.