φυλοβασιλεύς: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(45) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />[[καθένας]] από τους βασιλείς τών τεσσάρων προκλεισθένειων φυλών της Αττικής, οι οποίοι ανήκαν στα αριστοκρατικά γένη και είχαν αρχικά διοικητικές και θρησκευτικές δικαιοδοσίες, αργότερα όμως, με την [[ανάπτυξη]] της δημοκρατίας, τα καθήκοντά τους περιορίστηκαν σε δικαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦλον]] / [[φυλή]] <span style="color: red;">+</span> [[βασιλεύς]]. | |mltxt=-έως, ὁ, Α<br />[[καθένας]] από τους βασιλείς τών τεσσάρων προκλεισθένειων φυλών της Αττικής, οι οποίοι ανήκαν στα αριστοκρατικά γένη και είχαν αρχικά διοικητικές και θρησκευτικές δικαιοδοσίες, αργότερα όμως, με την [[ανάπτυξη]] της δημοκρατίας, τα καθήκοντά τους περιορίστηκαν σε δικαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦλον]] / [[φυλή]] <span style="color: red;">+</span> [[βασιλεύς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φῡλοβασιλεύς:''' έως ὁ филобасилевс (избиравшийся каждой из четырех афинских фил для совершения жертвоприношений - ср. у римлян [[rex]] [[sacrificulus]] - и заменявший архонта-басилевса в судилище пританов) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:52, 1 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,
A a βασιλεύς chosen from each φυλή to perform sacrifices, Hesperia4.21 (Athens, iv B. C.), Arist.Ath.8.3, al., IG22.1357, Poll.8.111,120, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1315] ὁ, der von einer jeden φυλή zur Verrichtung der Opfer gewählte βασιλεύς, wie der rex sacrificulus der Römer, VLL., Poll. 8, 111. 120.
Greek (Liddell-Scott)
φῡλοβᾰσῐλεύς: έως, ὁ, βασιλεὺς ἐκλεγόμενος ἐξ ἑκάστης φυλῆς ὅπως τελῇ τὰς τελετάς, ὡς ὁ παρὰ Ρωμαίοις rex sacrificulus, Ἀριστ. Ἀποσπ. 349, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 111, 120, «φυλοβασιλεῖς· ἐκ τῶν φυλῶν αἱρετοί, οἱ τὰς θυσίας ἐπιτελοῦντες».
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
καθένας από τους βασιλείς τών τεσσάρων προκλεισθένειων φυλών της Αττικής, οι οποίοι ανήκαν στα αριστοκρατικά γένη και είχαν αρχικά διοικητικές και θρησκευτικές δικαιοδοσίες, αργότερα όμως, με την ανάπτυξη της δημοκρατίας, τα καθήκοντά τους περιορίστηκαν σε δικαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + βασιλεύς.
Russian (Dvoretsky)
φῡλοβασιλεύς: έως ὁ филобасилевс (избиравшийся каждой из четырех афинских фил для совершения жертвоприношений - ср. у римлян rex sacrificulus - и заменявший архонта-басилевса в судилище пританов) Arst.