φρόνις: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρόνις:''' -εως, ἡ ([[φρήν]]), [[φρόνηση]], [[σύνεση]], <i>περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων</i>, (ο [[Νέστωρ]]) γνωρίζει [[καλά]] τις συνήθειες και τη [[φρόνηση]] των άλλων ανθρώπων, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλή</i>, έφερε πολλή [[σύνεση]] από την [[Τροία]], στο ίδ.
|lsmtext='''φρόνις:''' -εως, ἡ ([[φρήν]]), [[φρόνηση]], [[σύνεση]], <i>περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων</i>, (ο [[Νέστωρ]]) γνωρίζει [[καλά]] τις συνήθειες και τη [[φρόνηση]] των άλλων ανθρώπων, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλή</i>, έφερε πολλή [[σύνεση]] από την [[Τροία]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρόνις:''' εως ἡ разум, благоразумие, рассудительность Hom.
}}
}}

Revision as of 05:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρόνις Medium diacritics: φρόνις Low diacritics: φρόνις Capitals: ΦΡΟΝΙΣ
Transliteration A: phrónis Transliteration B: phronis Transliteration C: fronis Beta Code: fro/nis

English (LSJ)

εως, ἡ, (φρήν, φρονέω)

   A prudence, wisdom, περὶ οἶδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων [Nestor] knows the customs and wisdom above other men, Od.3.244; κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν he brought back much wisdom from Troy, 4.258, cf. Lyc. 1456, Opp.H.1.653.

German (Pape)

[Seite 1309] ἡ, Verstand, Klugheit, Einsicht; περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων Od. 3, 244; Kunde, Kenntniß, κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν 4, 258, er brachte viele Kunde oder Kundschaft aus Troja zurück (wo er sich eingeschlichen hatte); sp. D., wie Lycophr. 1456 Oppian. Hal. 1, 653.

Greek (Liddell-Scott)

φρόνις: -εως, ἡ, (φρήν, φρονέω), φρόνησις, σύνεσις, περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων, [ὁ Νέστωρ] γινώσκει καλῶς τὰς συνηθείας καὶ τὴν φρόνησιν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, Ὀδ. Γ. 244· κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν, «κατήγαγεν εἰς τοὺς Ἕλληνας φρόνιν, ὅ ἐστι φρόνησιν πολλήν, συνετώτατος δόξας» (Εὐστ.), Δ. 358, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 653, Λυκόφρ. 1456.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 intelligence, bon sens, sagesse;
2 connaissances acquises, expérience.
Étymologie: φρήν.

English (Autenrieth)

ιος (φρήν): knowledge, counsel; muchinformation,’ Od. 4.258.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) φρόνηση, σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. φρήν, φρενός + κατάλ. -ις (πρβλ. κόν-ις, πόλ-ις). Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί υστερογενώς κατ' επίδραση του φρόν-ι-μος].

Greek Monotonic

φρόνις: -εως, ἡ (φρήν), φρόνηση, σύνεση, περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων, (ο Νέστωρ) γνωρίζει καλά τις συνήθειες και τη φρόνηση των άλλων ανθρώπων, σε Ομήρ. Οδ.· κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλή, έφερε πολλή σύνεση από την Τροία, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

φρόνις: εως ἡ разум, благоразумие, рассудительность Hom.