διαμικρολογέομαι: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(1b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαμικρολογέομαι:''' спорить из-за мелочей, придираться (πρός τινα περί τινος Plut.). | |elrutext='''διαμικρολογέομαι:''' спорить из-за мелочей, придираться (πρός τινα περί τινος Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-μικρολογέομαι kleinzielig doen. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 1 January 2019
English (LSJ)
A deal grudgingly, πρός τινα Plu.Sol.30.
German (Pape)
[Seite 590] dep. med., sehr kleinlich sein, περί τινος πρός τινα, Plut. Sol. 30.
Greek (Liddell-Scott)
διαμῑκρολογέομαι: μικρολόγως φέρομαι, πρός τινα Πλούτ. Σόλ. 30.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
impf. 3ᵉ sg. διεμικρολογεῖτο;
opposer de petites raisons, chicaner.
Étymologie: διά, μικρολογέω.
Spanish (DGE)
conducirse con resentimiento πρὸς τὸν Πεισίστρατον Plu.Sol.30.
Greek Monotonic
διαμῑκρολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμπεριφέρομαι με μικρότητα, αντιμετωπίζω με μικροπρέπεια, πρός τινα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διαμικρολογέομαι: спорить из-за мелочей, придираться (πρός τινα περί τινος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μικρολογέομαι kleinzielig doen.