διαλακτίζω: Difference between revisions
(1b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαλακτίζω:''' разрывать на части (ποσὶν χλαῖναν Theocr.; λόγον [[ὥσπερ]] στέφανον Plut.). | |elrutext='''διαλακτίζω:''' разрывать на части (ποσὶν χλαῖναν Theocr.; λόγον [[ὥσπερ]] στέφανον Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-λακτίζω vertrappen, wegtrappen. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 1 January 2019
English (LSJ)
A kick away, spurn, Theoc.24.25, Plu.2.648b.
German (Pape)
[Seite 585] in Stücke zerreißen, ποσὶν – χλαῖναν Theocr. 24, 25.
Greek (Liddell-Scott)
διαλακτίζω: μέλλ. -ίσω, λακτίζων διασπῶ, ἀπολακτίζω, καταφρονῶ, Θεοκρ. 24. 25, Πλούτ. 2. 648Β.
French (Bailly abrégé)
1 déchirer à coups de talon;
2 faire tomber en piétinant.
Étymologie: διά, λακτίζω.
Spanish (DGE)
dar patadas a, rechazar a puntapiés ποσὶν διελάκτισε χλαῖναν Theoc.24.25, τὰς πύλας σου (de la muerte), Rom.Mel.14.ιαʹ.6
•fig. λόγον Plu.2.648b, cf. Steph.in Gal.1.244, τοῖς διαλακτίζουσι τοὺς εὐδοκήτους, ὡς δοκιμὴν ἀργυρίου Sm.Ps.67.31.
Greek Monolingual
διαλακτίζω (Α) λακτίζω
κλωτσάω, περιφρονώ.
Greek Monotonic
διαλακτίζω: μέλ. -σω, σπάζω με το πόδι μου, με κλωτσιές, περιφρονώ, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
διαλακτίζω: разрывать на части (ποσὶν χλαῖναν Theocr.; λόγον ὥσπερ στέφανον Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-λακτίζω vertrappen, wegtrappen.