διαρρήδην: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(1b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαρρήδην:''' [[ῥῆμα]] adv. в точных выражениях, ясно, определенно (τὰ ἕκαστα ἐρέεινον - v. l. ἐρίδαινον HH; δ. λέγει ὁ [[νόμος]] Isae.; νομοθετεῖν Plat.): δ. εἴρηται Lys. ясно сказано (в законе). | |elrutext='''διαρρήδην:''' [[ῥῆμα]] adv. в точных выражениях, ясно, определенно (τὰ ἕκαστα ἐρέεινον - v. l. ἐρίδαινον HH; δ. λέγει ὁ [[νόμος]] Isae.; νομοθετεῖν Plat.): δ. εἴρηται Lys. ясно сказано (в законе). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διαρρήδην [διά, ῥῆμα] adv., uitdrukkelijk, expliciet. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv., (διαρρηθῆναι)
A expressly, explicitly, h.Merc.313, Plb.3.26.5; esp. of legal enactments or treaties, δ. γέγραπται Foed. ap.And.2.14; δ. εἴρηται μή . . Lys.1.20; ὁ νόμος δ. λέγει Is.3.68; δ. ψηφίσασθαι D.19.6; δ. πέμπειν Pl.Lg.698c; νομοθετεῖν ib.876c.
Greek (Liddell-Scott)
διαρρήδην: ἐπίρρ. (διαρρηθῆναι) ῥητῶς, σαφῶς, ὡρισμένως, Λατ. nominatim, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 313, καὶ παρ’ Ἀττ. πεζ.· ἰδίως ἐπὶ κελευσμάτων τοῦ νόμου, Ἀνδοκ. 25. 20, Λυσ. 94. 31, κτλ.· δ. ψηφίσασθαι Δημ. 342. 29.
French (Bailly abrégé)
adv.
en termes précis.
Étymologie: διά, th. Ϝρη- de ῥῆμα.
Spanish (DGE)
adv.
1 de forma explícita, en términos precisos c. verb. de lengua claramente ἐρέεινον h.Merc.313, ἐρῶ Men.Epit.609, λέγει Plb.3.26.5, cf. D.S.4.51, I.BI 1.211, Πλάτωνος ... δ. ὡς ἀπαιδεύτοις μαχομένου τοῖς φιλοσόφοις mientras que Platón polemiza con los filósofos explícitamente como ignorantes Phld.Mus.4.26.25, ὑπισχνεῖτο δ. καὶ σαφῶς Luc.Hist.Cons.14, προσαγορεύω Gr.Thaum.Eccl.M.10.1017B, συκοφαντεῖ CPR 17A.24.7 (IV d.C.), cf. Hsch.
•en cont. jur. νομοθετεῖν Pl.Lg.876c, cf. Lys.1.30, ὁ ... νόμος δ. λέγει Is.3.68, μαρτυροῦντας Aeschin.1.98, cf. D.H.5.19, D.C.39.17.1
•en tratados γράψαντες Isoc.12.107, And.3.14, en doc. ofic. ἐγέγραπτο Hyp.Ath.10, cf. Din.2.25, IG 22.1013.32 (II a.C.), αἱ θ[εῖαι καὶ βασιλικαὶ] διατάξεις δ. κελεύουσιν μὴ ... SB 10797.4 (III d.C.).
2 expresamente, a propósito c. verb. de acción y movimiento στόλον ... πέμψαντος Δαρείου δ. ἐπί τε Ἀθηναίους καὶ Ἐρετριᾶς Pl.Lg.698c, δ. ἐψηφίσασθε ποιῆσαι D.19.6, συντίθεσθαι Hld.1.26.1.
Greek Monolingual
(Α διαρρήδην) επίρρ.
ρητά, κατηγορηματικά, απερίφραστα.
Greek Monotonic
διαρρήδην: επίρρ. (βλ. διεῖπον), ρητώς, σαφώς, ορισμένως, κατηγορηματικά, Λατ. nominatim, σε Ομηρ. Ύμν., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
διαρρήδην: ῥῆμα adv. в точных выражениях, ясно, определенно (τὰ ἕκαστα ἐρέεινον - v. l. ἐρίδαινον HH; δ. λέγει ὁ νόμος Isae.; νομοθετεῖν Plat.): δ. εἴρηται Lys. ясно сказано (в законе).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρρήδην [διά, ῥῆμα] adv., uitdrukkelijk, expliciet.