καταφορέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
(2b)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταφορέω:''' <b class="num">1)</b> уносить вниз, нести по течению ([[ψῆγμα]] χρυσοῦ Her.);<br /><b class="num">2)</b> приносить, представлять: [[ἀμήχανον]] λογισμὸν καταπεφόρηκας Plat. ты привел замечательное доказательство.
|elrutext='''καταφορέω:''' <b class="num">1)</b> уносить вниз, нести по течению ([[ψῆγμα]] χρυσοῦ Her.);<br /><b class="num">2)</b> приносить, представлять: [[ἀμήχανον]] λογισμὸν καταπεφόρηκας Plat. ты привел замечательное доказательство.
}}
{{elnl
|elnltext=καταφορέω [κατάφορος] naar beneden meevoeren (door rivieren); overdr.: ἀμήχανον... λογισμόν καταπεφόρηκας je hebt een overweldigende redenering uitgestort Plat. Resp. 587e.
}}
}}

Revision as of 07:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφορέω Medium diacritics: καταφορέω Low diacritics: καταφορέω Capitals: ΚΑΤΑΦΟΡΕΩ
Transliteration A: kataphoréō Transliteration B: kataphoreō Transliteration C: kataforeo Beta Code: katafore/w

English (LSJ)

   A = καταφέρω, of a river, carry down, ψῆγμα χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου Hdt.5.101, cf. 3.106 (Pass.): metaph., ἀμήχανον . . λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος . . you have poured forth a wonderful stream of calculation of the difference... Pl.R. 587e; πολλὰ . . κατεφόρει τῆς προνοίας he went on inveighing much against... Plu.2.548c.

Greek (Liddell-Scott)

καταφορέω: καταφέρω, ἐπὶ ποταμοῦ, καταβιβάζω, παρασύρω, ψῆγμα χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. χρυσὸς καταφορευόμενος ὑπὸ ποταμῶν 3. 106· μεταφορ… ἀμήχανον… λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος…, θαυμάσιον ῥεῦμα (σειρὰν) συλλογισμῶν ἔχεις καταβιβάσει περὶ τῆς διαφορᾶς, οἱ συλλογισμοὶ ἐπλημμύρησαν ὡς ποταμοί…, Πλάτ. Πολ. 587 Ε· πολλὰ… κατεφόρει τῆς προνοίας, ἐξηκολούθει νὰ λέγῃ πολλὰ ἐναντίον, Πλούτ. 2. 548C· καταγλωττίζειν, καταλαλεῖν, καὶ καταφορεῖν πολλοὺς λόγους.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
porter en bas ou dans son cours en parl. d’un fleuve.
Étymologie: κατά, φορέω.

Greek Monotonic

καταφορέω: μέλ. -ήσω, θαμιστικό του καταφέρω,
1. λέγεται για ποτάμι, μεταφέρω χρυσόσκονη, σε Ηρόδ.
2. κατεβάζω, παρασύρω, όπως το ποτάμι, τι τινός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταφορέω: 1) уносить вниз, нести по течению (ψῆγμα χρυσοῦ Her.);
2) приносить, представлять: ἀμήχανον λογισμὸν καταπεφόρηκας Plat. ты привел замечательное доказательство.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφορέω [κατάφορος] naar beneden meevoeren (door rivieren); overdr.: ἀμήχανον... λογισμόν καταπεφόρηκας je hebt een overweldigende redenering uitgestort Plat. Resp. 587e.