κηριτρεφής: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κηριτρεφής:''' рожденный на погибель, обреченный на смерть (ἄνθρωποι Hes.). | |elrutext='''κηριτρεφής:''' рожденный на погибель, обреченный на смерть (ἄνθρωποι Hes.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κηριτρεφής -ές [κήρ, τρέφω] geboren voor het ongeluk. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ές, τρέφω)
A born to misery, ἄνθρωποι Hes.Op.418, cf. Orac. ap. Sch.E.Ph.638.
German (Pape)
[Seite 1433] ές, zum Tode, zum Unglück aufgezogen, sterblich; ἄνθρωποι Hes. O. 420; Orak. bei Schol. Eur. Phoen. 638; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κηριτρεφής: -ές, (τρέφω) συντεθραμμένος ἀθλιότητι, κηριτρεφέων «συντεθραμμένων μοίρᾳ καὶ θανάτῳ» (Σχόλ. Τζέτζ.)· ἄνθρωποι Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 416, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 638. 2) ἐπιφέρων θάνατον, θανατηφόρος, Συνέσ. 329C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 né pour le malheur, infortuné;
2 qui cause la mort.
Étymologie: κήρ, τρέφω.
Greek Monolingual
κηριτρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότητα («ὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.)
2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι- (< κήρ [Ι]) + -τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο-τρεφής, υδατο-τρεφής].
Greek Monotonic
κηριτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που έχει συνθραφεί με την αθλιότητα, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
κηριτρεφής: рожденный на погибель, обреченный на смерть (ἄνθρωποι Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηριτρεφής -ές [κήρ, τρέφω] geboren voor het ongeluk.