κιστοφόρος: Difference between revisions
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κιστοφόρος:''' ὁ<b class="num">1)</b> кистофор (несущий священные корзины с утварью для празднеств в честь Диониса или Деметры) Dem.;<br /><b class="num">2)</b> «корзиноносец» (монета с изображением несущего священную корзину, достоинством ок. 3 драхм) Cic., Liv. | |elrutext='''κιστοφόρος:''' ὁ<b class="num">1)</b> кистофор (несущий священные корзины с утварью для празднеств в честь Диониса или Деметры) Dem.;<br /><b class="num">2)</b> «корзиноносец» (монета с изображением несущего священную корзину, достоинством ок. 3 драхм) Cic., Liv. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κιστοφόρος -ον [κίστη, φέρω] het (heilige) mandje dragend (bij een processie). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (κίστη)
A carrying a basket in mystic processions, prob. l. in D.18.260 (κιττοφόρος codd., κιστ- v.l. ap.Harp.s.h.v.); cf. κισταφόρος. II Subst., coin, with the basket of Dionysus as obverse, Cic.Att.2.6.2, Liv.37.46.
German (Pape)
[Seite 1443] Kisten tragend, Dem. 18, 260, v. l. κιττοφόρος, die Kisten tragend, welche die heiligen Geräthschaften des Dionysus u. der Demeter enthielten, VLL.; vgl. Lob. Aglaopham. p. 647; nummi, eine Münze, mit dem Gepräge einer Kiste, etwa drei Drachmen an Werth, Cic. Att. 2, 6 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
κιστοφόρος: -ον, (κίστη) φέρων κίστην ἢ κιβώτιον ἐν μυστικαῖς πομπαῖς, Δημ. 313. 28, ἔνθα τινὲς προτιμῶσι τὴν γραφὴν κιττοφόρος (δηλ. κισσοφόρος), ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 647· ἀλλὰ κισταφόρος ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2052. 18· καὶ κίστιβερ, τό, Λατ. cistifer, αὐτόθι 6218. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., νόμισμα φέρον ἐντετυπωμένην κίστην καὶ ἔχον ἀξίαν τριῶν περίπου δραχμῶν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 6, 2, Λιβάν. 37, 46.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte les corbeilles sacrées.
Étymologie: κίστη, φέρω.
Greek Monolingual
κιστοφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που μετέφερε το κιβώτιο που περιείχε τα ιερά σκεύη ή τα χρειώδη στα μυστήρια
2. το αρσ. ως ουσ. ο κιστοφόρος
νόμισμα στο οποίο ήταν τυπωμένη η κίστη του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. λεω-φόρος, τροχο-φόρος.
Greek Monotonic
κιστοφόρος: -ον (κίστη, φέρω), αυτός που μεταφέρει κιβώτιο σε μυστικές πομπές, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κιστοφόρος: ὁ1) кистофор (несущий священные корзины с утварью для празднеств в честь Диониса или Деметры) Dem.;
2) «корзиноносец» (монета с изображением несущего священную корзину, достоинством ок. 3 драхм) Cic., Liv.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιστοφόρος -ον [κίστη, φέρω] het (heilige) mandje dragend (bij een processie).