κτιστύς: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κτιστύς:''' ύος ἡ Her. = [[κτίσις]] 1. | |elrutext='''κτιστύς:''' ύος ἡ Her. = [[κτίσις]] 1. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κτιστύς, -ύος, ἡ [κτίζω] het stichten, stichting. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ύος, ἡ, Ion. for κτίσις, Hdt.9.97.
German (Pape)
[Seite 1520] ύος, ἡ, ion. = κτίσις, die Gründung, Μιλήτου Her. 9, 97.
Greek (Liddell-Scott)
κτιστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κτίσις, Ἡρόδ. 9. 97 (διάφ. γραφ. κτίσις).
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
ion. c. κτίσις.
Étymologie: κτίζω.
Greek Monolingual
κτιστύς, -ύος, ἡ (Α)
ιων. τ. η κτίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτισ- του κτίζω + κατάλ. -τύς (πρβλ. γελασ-τύς, κρεμβολιασ-τύς)].
Greek Monotonic
κτιστύς: -ύος, ὁ, Ιων. αντί κτίσις, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κτιστύς: ύος ἡ Her. = κτίσις 1.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτιστύς, -ύος, ἡ [κτίζω] het stichten, stichting.