κυδιάνειρα: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(3) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κῡδῐάνειρα:''' (ᾰν) adj. f приносящая мужам славу, прославляющая мужей ([[μάχη]], [[ἀγορή]] Hom.). | |elrutext='''κῡδῐάνειρα:''' (ᾰν) adj. f приносящая мужам славу, прославляющая мужей ([[μάχη]], [[ἀγορή]] Hom.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυδιάνειρα -ας [κῦδος, ἀνήρ] adj. f., die mannen glans verleent;. μάχη κ. de strijd die mannen glans verleent Il. 4.225. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰν], ἡ, (κῦδος) fem.Adj.
A bringing men glory or renown, Homeric epith. of μάχη, Il.4.225, al.; once of the ἀγορή, 1.490; of Φύσις, Orph.H.10.5. II Pass., glorified by men, famous for men, Σπάρτα APl.1.1 (Damag.).
German (Pape)
[Seite 1524] ἡ (das mascul. kommt nicht vor, vgl. βωτιάνειρα, ἀντιάνειρα), den Mann verherrlichend, dem Manne Ruhm bringend; häufiges Beiwort von μάχη, Il. 4, 225 u. sonst; einmal auch ἀγορή, 1, 490; Damaget. 3 (Plan. 1) nennt so auch Sparta, das von Männern verherrlichte, durch Männer berühmt gewordene.
Greek (Liddell-Scott)
κῡδιάνειρα: ἡ, (κῦδος) ὡς τὸ ἀντιάνειρα, βωτιάνειρα, κτλ., ὡς ἐξ ἀρσ. εἰς -άνωρ, ἡ εἰς τοὺς ἄνδρας προξενοῦσα δόξαν, ἡ λαμπρύνουσα αὐτοὺς καὶ καθιστῶσα περιφήμους, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ μάχη, Ἰλ. Δ. 255, κτλ.· ἅπαξ ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς, εἰς ἀγορήν... κυδιάνειραν Α. 490· ἐπὶ τῆς Φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5. ΙΙ. Παθ., δοξασθεὶς ὑπὸ ἀνδρῶν, πεφημισμένος δι’ ἄνδρας, Σπάρτη Ἀνθ. Πλαν. 1. 1.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
1 qui rend glorieux;
2 illustre.
Étymologie: κυδιάω.
Spanish
Greek Monolingual
κυδιάνειρα, ἡ (Α)
1. (συν. για μάχη) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες
2. (για πόλη) η φημισμένη για τους άνδρες της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Η λ. εμφανίζει θ. κυδι- (< κῦδος) + -άνειρα (θηλ. του ἀνήρ), πρβλ. βωτι-άνειρα].
Greek Monotonic
κῡδιάνειρα: ἡ (κῦδος, ἀνήρ), αυτή που καθιστά ενδόξους τους άνδρες ή τους εξευγενίζει, που τους αποδίδει δόξα ή φήμη, τιμή, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Παθ., δοξασμένος από άνδρες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κῡδῐάνειρα: (ᾰν) adj. f приносящая мужам славу, прославляющая мужей (μάχη, ἀγορή Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυδιάνειρα -ας [κῦδος, ἀνήρ] adj. f., die mannen glans verleent;. μάχη κ. de strijd die mannen glans verleent Il. 4.225.