πελαργιδεύς: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πελαργῐδεύς:''' έως ὁ молодой аист, аистенок Arph., Plat. | |elrutext='''πελαργῐδεύς:''' έως ὁ молодой аист, аистенок Arph., Plat. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πελαργιδεύς -έως, ὁ [πελαργός] jonge ooievaar. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 1 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,
A young stork, Ar.Av.1356, Plu.2.992b.
German (Pape)
[Seite 549] ὁ, das Junge des Storches; Ar. Av. 1356; Plut. Gryll. 9.
Greek (Liddell-Scott)
πελαργῐδεύς: ὁ, ὁ νεοσσὸς πελαργοῦ, νεαρὸς πελαργός, ἐπὴν ὁ πατὴρ ὁ πελαργὸς ἐκπετησίμους πάντας ποιήσῃ τοὺς πελαργιδεῖς τρέφων, δεῖ τοὺς νεοττοὺς τὸν πατέρα πάλιν τρέφειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1356, Πλούτ. 2. 992Β.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
cigogneau.
Étymologie: πελαργός.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
ο νεοσσός του πελαργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελαργός + επίθημα -ιδεύς (πρβλ. αετ-ιδεύς, λυκ-ιδεύς)].
Greek Monotonic
πελαργῐδεύς: ὁ, μικρός πελαργός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πελαργῐδεύς: έως ὁ молодой аист, аистенок Arph., Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελαργιδεύς -έως, ὁ [πελαργός] jonge ooievaar.