περιήλυσις: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιήλῠσις:''' ἡ (= [[περιέλευσις]] и [[περιείλησις]]) обход, круговое движение Her., Plut.
|elrutext='''περιήλῠσις:''' ἡ (= [[περιέλευσις]] и [[περιείλησις]]) обход, круговое движение Her., Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-ήλυσις -εως, ἡ rondgang; Hdt. 2.123.2; omweg. Plut. CMa 13.1.
}}
}}

Revision as of 07:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιήλῠσις Medium diacritics: περιήλυσις Low diacritics: περιήλυσις Capitals: ΠΕΡΙΗΛΥΣΙΣ
Transliteration A: periḗlysis Transliteration B: periēlysis Transliteration C: periilysis Beta Code: perih/lusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = περιέλευσις, coming or going round, ἡ Περσικὴ π. καὶ κύκλωσις Plu.Cat.Ma.13.    2 revolution, cycle, Hdt.2.123.

German (Pape)

[Seite 576] ἡ, wie περιέλευσις, das Herumkommen, der Umlauf, Her. 2, 123, wo περιείλησις alte v. l., wie bei Plut. Cat. mai. 13 περιήλυσιν καὶ κύκλωσιν richtige Lesart für περιείλησις ist.

Greek (Liddell-Scott)

περιήλῠσις: ἡ, ὡς τὸ περιέλευσις, ἡ Περσικὴ π. καὶ κύκλωσις Πλουτ. Μᾶρκος Κάτων 13. 2) περιστροφὴ (μετὰ διαφ. γραφ. περιείλησις), Ἡροδ. 2.123· ἡ κοσμικὴ π. Κλήμ. Ἀλ. 884.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 circuit;
2 évolution.
Étymologie: περιελεύσομαι, de περιέρχομαι.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α
1. η περιέλευση, η μετακίνηση από σημείο σε σημείο
2. η περιστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἤλυσις «οδός, πορεία» αντί ἔλευσις (βλ. λ. ήλυσις)].

Greek Monotonic

περιήλῠσις: ἡ,
1. περιφορά, περίκλειση, σε Πλούτ.
2. περιστροφή, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περιήλῠσις: ἡ (= περιέλευσις и περιείλησις) обход, круговое движение Her., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ήλυσις -εως, ἡ rondgang; Hdt. 2.123.2; omweg. Plut. CMa 13.1.