περιστερός: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιστερός:''' ὁ голубь-самец Luc. | |elrutext='''περιστερός:''' ὁ голубь-самец Luc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιστερός -οῦ, ὁ mannetjesduif, doffer. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A v. περιστερά.
German (Pape)
[Seite 594] ὁ, masc. von περιστερά, Täuber, Täuberich, Pherecrat. u. Alexis bei Ath. IX, 395 a; von Luc. Soloec. 7 getadelt.
Greek (Liddell-Scott)
περιστερός: ὁ, ἴδε ἐν λ. περιστερά.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
pigeon mâle, oiseau.
Étymologie: DELG par dissimil. de πελειάς, et suff. différentiel -τερος.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και περίστερος Ν
αρσενικό περιστέρι, ο γούτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. περιστερός < περιστερά με αλλαγή γένους. Ο νεοελλ. τ. περίστερος < περιστέρι + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. μούλαρ-ος)].
Russian (Dvoretsky)
περιστερός: ὁ голубь-самец Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιστερός -οῦ, ὁ mannetjesduif, doffer.