Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλημμέλημα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πλημμέλημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> ошибка, неправильность (τὰ εἴς τινα πλημμελήματα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> противозаконная нажива Isocr.
|elrutext='''πλημμέλημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> ошибка, неправильность (τὰ εἴς τινα πλημμελήματα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> противозаконная нажива Isocr.
}}
{{elnl
|elnltext=πλημμέλημα -ατος, τό [πλημμελέω] wandaad, misdaad.
}}
}}

Revision as of 08:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλημμέλημα Medium diacritics: πλημμέλημα Low diacritics: πλημμέλημα Capitals: ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ
Transliteration A: plēmmélēma Transliteration B: plēmmelēma Transliteration C: plimmelima Beta Code: plhmme/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A fault, trespass, εἰς τοὺς θεούς Aeschin.3.106 (pl.), cf. LXXJe.2.5, Phld.Rh. 1.188 S. (pl.), Gal.Anim.Pass.2.3 (pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 633] τό, = πλημμέλεια; τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῦ πλημμελήματα, Aesch. 3, 106; Luc. Hermot. 81.

Greek (Liddell-Scott)

πλημμέλημα: τό, παράπτωμα, ἁμαρτία, εἰς τοὺς θεοὺς Αἰσχίν. 68. 35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 faute, offense;
2 gain illégitime.
Étymologie: πλημμελέω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πλημμελώ
παράπτωμα, σφάλμα («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῡ πλημμελήματα», Αισχίν.)
νεοελλ.
κάθε αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 χρόνια ή ποινή χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ' αόριστον συνήθως, σε σωφρονιστικό κατάστημα, προκειμένου για εφήβους.

Greek Monotonic

πλημμέλημα: -ατος, τό, παράπτωμα, αμαρτία, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

πλημμέλημα: ατος τό1) ошибка, неправильность (τὰ εἴς τινα πλημμελήματα Aesch.);
2) противозаконная нажива Isocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλημμέλημα -ατος, τό [πλημμελέω] wandaad, misdaad.