πλανύττω: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πλᾰνύττω:''' бродить, блуждать Arph. | |elrutext='''πλᾰνύττω:''' бродить, блуждать Arph. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλανύττω [πλάνος] zwerven. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:02, 1 January 2019
English (LSJ)
A = πλανάομαι, wander about, Ar.Av.3.
German (Pape)
[Seite 625] = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνύττω: πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3.
French (Bailly abrégé)
errer.
Étymologie: πλάνη.
Greek Monolingual
ΜΑ, πλανύσσω Α
περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε -ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί του πλανῶμαι. Ο τ. πλαν-ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω].
Greek Monotonic
πλᾰνύττω: = πλανάομαι, περιπλανιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰνύττω: бродить, блуждать Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλανύττω [πλάνος] zwerven.