πολεμηδόκος: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(3b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολεμηδόκος:''' дор. [[πολεμαδόκος|πολεμᾱδόκος]] 2 приемлющий войну, т. е. воинственный ([[ὅπλα]] Pind.; [[Ἀθηναία]] Anth.).
|elrutext='''πολεμηδόκος:''' дор. [[πολεμαδόκος|πολεμᾱδόκος]] 2 приемлющий войну, т. е. воинственный ([[ὅπλα]] Pind.; [[Ἀθηναία]] Anth.).
}}
{{elnl
|elnltext=πολεμηδόκος -ον, Dor. en Aeol. πολεμᾱδοκος [πόλεμος, δέχομαι] krijgszuchtig.
}}
}}

Revision as of 08:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμηδόκος Medium diacritics: πολεμηδόκος Low diacritics: πολεμηδόκος Capitals: ΠΟΛΕΜΗΔΟΚΟΣ
Transliteration A: polemēdókos Transliteration B: polemēdokos Transliteration C: polemidokos Beta Code: polemhdo/kos

English (LSJ)

Aeol. and Dor. πολεμᾱδόκος, ον,

   A war-sustaining, epith. of Pallas, Alc.9 (prob.), Lamprocl. 1, Phryn.Com.72, IGRom. 4.360.14 (Pergam.); ; also π. ὅπλα Pi.P.10.13.

German (Pape)

[Seite 653] dor. πολεμαδόκος, den Krieg, Streit auf-, annehmend, den Kampf bestehend, Pind. P. 10, 13; dah. übh. kriegerisch, Ἀθηναία, Antp. Th. 19 (IX, 59).

Greek (Liddell-Scott)

πολεμηδόκος: ὁ, ἡ, ὁ δεχόμενος καὶ ὑποστηρίζων τὸν πόλεμον, πολεμικός, ἐπίθετον τῆς Παλλάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 14· Δωρ. πολεμᾱ-δόκος, Ἀλκαῖ. 7· π. ὅπλα Πινδ. Π. 10. 22.

Greek Monolingual

δωρ. τ. πολεμαδόκος, -ον, Α
1. αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, φιλοπόλεμος
2. (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή του πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + συνδετικό φωνήεν -η- για μετρικούς λόγους + -δόκος (< δέκομαι / δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος.

Greek Monotonic

πολεμηδόκος: Δωρ. πολεμᾱ-δόκος, ὁ, ἡ (δέχομαι), αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

πολεμηδόκος: дор. πολεμᾱδόκος 2 приемлющий войну, т. е. воинственный (ὅπλα Pind.; Ἀθηναία Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεμηδόκος -ον, Dor. en Aeol. πολεμᾱδοκος [πόλεμος, δέχομαι] krijgszuchtig.