προεκτίθημι: Difference between revisions
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
(34) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἐκτίθημι]]<br /><b>1.</b> [[εκθέτω]] ή [[κοινοποιώ]] [[προηγουμένως]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[εκθέτω]] προκαταρκτικά [[κάτι]] («τὰ ἐν τοῑς ἔπεσι τούτοις ζητούμενα προεκθεμένους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] [[προέκταση]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>προεκτίθεμαι</i><br />[[προπαρασκευάζω]]. | |mltxt=Α [[ἐκτίθημι]]<br /><b>1.</b> [[εκθέτω]] ή [[κοινοποιώ]] [[προηγουμένως]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[εκθέτω]] προκαταρκτικά [[κάτι]] («τὰ ἐν τοῑς ἔπεσι τούτοις ζητούμενα προεκθεμένους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] [[προέκταση]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>προεκτίθεμαι</i><br />[[προπαρασκευάζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-εκτίθημι meestal med. vooraf uiteenzetten. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A put out or publish before, λόγον ζητήματος ib. 1035b; ἔστιν ἃ εἰς τὸ δημόσιον D.C.53.21. 2 build out, as a salient or projection, Ph.Bel.84.6. II set forth or expound before or by way of preface, τὸ πρᾶγμα τοῖς ἀκούουσι π. Arist.Rh.Al.1436a40; δι' ἃ -τεθήκαμεν Demetr.Lac.Herc.1055.23: more freq. in Med., Plb.1.13.1, Str.1.2.31, J.AJ12.2.5: so in pf. Pass., καθότι -τεθείμεθα SIG 685.56 (Magn. Mae., ii B.C.); καθ' ἣν -τεθείμεθα τήρησιν A.D.Synt.70.1, cf. Heliod. ap. Orib.49.21.15. 2 Med., secrete and prepare beforehand, τοῖς ἐμβρύοις ἡ φύσις π. τὴν τροφήν Arist.GA746a3.
German (Pape)
[Seite 719] (s. τίθημι), vorher aus- od. wegsetzen, Arist. gen. an. 2, 7; med., vorher kurz auseinandersetzen, Pol. 1, 13, 1. 3, 1, 5; ἐς τὸ δημόσιον D. C. 53, 21; Rhett. bei Hermog. de invent. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προεκτίθημι: ἐκτίθημί τι πρότερον, τι εἰς τὸ δημόσιον Δίων Κ. 53. 21. ΙΙ. Μέσ., ἐκθέτω πρότερον ἢ ἐν εἴδει προλόγου, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 30, 2, Πολύβ. 1. 13, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ. προεκτέθειμαι, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2561b. 55. 2) προκατεργάζομαι, προπαρασκευάζω, τοῖς ἐμβρύοις τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 4.
Greek Monolingual
Α ἐκτίθημι
1. εκθέτω ή κοινοποιώ προηγουμένως κάτι
2. εκθέτω προκαταρκτικά κάτι («τὰ ἐν τοῑς ἔπεσι τούτοις ζητούμενα προεκθεμένους», Στράβ.)
3. οικοδομώ, κτίζω προέκταση
4. μέσ. προεκτίθεμαι
προπαρασκευάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εκτίθημι meestal med. vooraf uiteenzetten.