προαρπάζω: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προαρπάζω:''' <b class="num">1)</b> раньше похищать, уносить (τὰ ὄψα [[ὥσπερ]] [[ἰκτῖνος]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> предвосхищать (τὰ λεγόμενα [[ἀλλήλων]] Plat.).
|elrutext='''προαρπάζω:''' <b class="num">1)</b> раньше похищать, уносить (τὰ ὄψα [[ὥσπερ]] [[ἰκτῖνος]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> предвосхищать (τὰ λεγόμενα [[ἀλλήλων]] Plat.).
}}
{{elnl
|elnltext=προ-αρπάζω tevoren wegnemen, weggrissen:; προαρπάζων ὥσπερ ἴκτινος τὰ ὄψα als een havik het lekkers weggrissend Luc. 25.54; overdr..; προαρπάζειν ἀλλήλων τὰ λεγόμενα elkaar de woorden uit de mond nemen Plat. Grg. 454c; uitbr.: τὴν ἐπ ’ ἐκεῖνον φερομένην πληγὴν προαρπάσας τῷ ἑαυτοῦ σώματι met het eigen lichaam de klap die op (zijn vriend) gericht was opvangend Luc. 57.6.
}}
}}

Revision as of 08:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαρπάζω Medium diacritics: προαρπάζω Low diacritics: προαρπάζω Capitals: ΠΡΟΑΡΠΑΖΩ
Transliteration A: proarpázō Transliteration B: proarpazō Transliteration C: proarpazo Beta Code: proarpa/zw

English (LSJ)

   A snatch away before, ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Luc.Tim.54: metaph., τὴν δόξαν J.AJ13.5.8; τὴν ἡγεμονίαν τινί ib.20.8.2, cf. Luc. Tox.6, etc.; π. ἀλλήλων τὰ λεγόμενα snap at a conclusion, anticipate hastily, Pl.Grg.454c; τὸ ζητούμενον π. ὡς ὁμολογούμενον S.E.M.1.157.

German (Pape)

[Seite 709] (s. ἁρπάζω), vorwegnehmen, -reißen; ἀλλήλων τὰ λεγόμενα, Plat. Gorg. 454 c; oft bei Sp., wie Luc. Tim. 54 Tox. 6 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

προαρπάζω: ἁρπάζω πρότερον, ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Λουκ. Τίμ. 54· μεταφορ., πρ. ἀλλήλων τὸ λεγόμενον, ἐσπευσμένως νὰ προλαμβάνωμεν τὰ συμπεράσματα ἀλλήλων, Πλάτ. Γοργ. 454C· τὸ ζητούμενον πρ. ὡς ὁμολογούμενον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 157, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 6. κτλ.

French (Bailly abrégé)

enlever d’avance ou auparavant ; fig. anticiper sur, acc..
Étymologie: πρό, ἁρπάζω.

Greek Monolingual

Α
αρπάζω κάτι προηγουμένως.

Greek Monotonic

προαρπάζω: μέλ. -σω και -ξω, αρπάζω από πριν, σε Λουκ.· μεταφ., προαρπάζω τὸ λεγόμενον, προλαμβάνω τα συμπεράσματα των άλλων, προτρέχω βιαστικά, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προαρπάζω: 1) раньше похищать, уносить (τὰ ὄψα ὥσπερ ἰκτῖνος Luc.);
2) предвосхищать (τὰ λεγόμενα ἀλλήλων Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αρπάζω tevoren wegnemen, weggrissen:; προαρπάζων ὥσπερ ἴκτινος τὰ ὄψα als een havik het lekkers weggrissend Luc. 25.54; overdr..; προαρπάζειν ἀλλήλων τὰ λεγόμενα elkaar de woorden uit de mond nemen Plat. Grg. 454c; uitbr.: τὴν ἐπ ’ ἐκεῖνον φερομένην πληγὴν προαρπάσας τῷ ἑαυτοῦ σώματι met het eigen lichaam de klap die op (zijn vriend) gericht was opvangend Luc. 57.6.