προσνέω: Difference between revisions
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσνέω:''' <b class="num">I</b> [[νέω]] II] (fut. προσνεύσομαι) подплывать, приплывать (τινι Thuc., Luc.).<br /><b class="num">II</b> [[νέω]] IV] (fut. προσνήσω) нагромождать, наваливать (ξύλα ταῖς θύραις Plut.). | |elrutext='''προσνέω:''' <b class="num">I</b> [[νέω]] II] (fut. προσνεύσομαι) подплывать, приплывать (τινι Thuc., Luc.).<br /><b class="num">II</b> [[νέω]] IV] (fut. προσνήσω) нагромождать, наваливать (ξύλα ταῖς θύραις Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-νέω zwemmen naar. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 1 January 2019
English (LSJ)
(A), aor.
A -ένευσα Th.3.112:—swim to or towards, l.c.; λιμένι Luc.Bis Acc.21.
προσνέω (B),
A heap up against, ξύλα ταῖς θύραις Plu.2.775e.
German (Pape)
[Seite 773] (s. νέω), zu-, hinanschwimmen, προσένευσαν Thuc. 3, 112, u. Sp., wie Luc. bis acc. 21. (s. νέω), dazu anhäufen, ξύλα ταῖς θύραις, Plut. amat. narr. 5 a. E.
Greek (Liddell-Scott)
προσνέω: μέλλ. -νεύσομαι, προσνήχομαι, Θουκ. 3. 112, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 21.
French (Bailly abrégé)
1entasser devant, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, νέω⁴.
2nager vers, τινι.
Étymologie: πρός, νέω².
Greek Monolingual
(I)
Α
κολυμπώ προς μια κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νέω (Ι) «κολυμπώ»].———————— (II)
Α
συσσωρεύω επί πλέον, προσθέτω κάτι ακόμη στον σωρό που ήδη υπάρχει, επισωρεύω («προσνέειν ξύλα ταῑς θύραις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νέω (III) «μαζεύω, συσσωρεύω»].
Greek Monotonic
προσνέω: μέλ. -νεύσομαι, κολυμπώ σε ή προς, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσνέω: I νέω II] (fut. προσνεύσομαι) подплывать, приплывать (τινι Thuc., Luc.).
II νέω IV] (fut. προσνήσω) нагромождать, наваливать (ξύλα ταῖς θύραις Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-νέω zwemmen naar.