πτέρις: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(4) |
(nl) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πτέρις:''' ἡ (только acc. πτέριν и nom. pl. πτέρεις) папоротник, предполож. кочедыжник (Athyrium [[filix]]) или многокучник (Aspidium [[filix]]) Theocr., Polyb. | |elrutext='''πτέρις:''' ἡ (только acc. πτέριν и nom. pl. πτέρεις) папоротник, предполож. кочедыжник (Athyrium [[filix]]) или многокучник (Aspidium [[filix]]) Theocr., Polyb. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πτέρις -εως en πτερίς -ίδος, ἡ [πτερόν] varen (plant). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 807] ιδος, ἡ, Farrnkraut, wegen seiner gefiederten Blätter; acc. πτέριν, Theocr. 3, 14; πτέρεις, Pol. 3, 71, 4; nach Ath. II, 61 f = βλάχνος. Die Accentuation πτερίς ist falsch.
Greek Monolingual
-ιδος, η, ΝΜΑ, και πτερίς, -ίδος, Α
βοτ. κοσμοπολιτικό γένος πτεριδοφύτων που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες και περιλαμβάνει 250 περίπου είδη τών τροπικών και εύκρατων περιοχών, κν. σήμερα γνωστό ως φτέρη
αρχ.
1. το φυτό ἀσπίδιον
2. το φυτό δρυόπτερις
3. φρ. «νυμφαία πτερίς» — το φυτό θηλυπτερίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + επίθημα -ις, -ιδος (πρβλ. θαμν-ίς, πτάκ-ις). Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του σχήματος τών φύλλων του που μοιάζουν με φτερό. Από την άλλη μεριά, τα γερμ. Farn και αγγλ. fern (πρβλ. λατ. filix, -icis «φτέρη») έχουν συνδεθεί με το αρχ. ινδ. parna- «φτερό, φύλλο». Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιείται ο τ. φτέρη].
Russian (Dvoretsky)
πτέρις: ἡ (только acc. πτέριν и nom. pl. πτέρεις) папоротник, предполож. кочедыжник (Athyrium filix) или многокучник (Aspidium filix) Theocr., Polyb.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτέρις -εως en πτερίς -ίδος, ἡ [πτερόν] varen (plant).