σανίδιον: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σᾰνίδιον:''' (ῐδ) τό [[σανίς]]<br /><b class="num">1)</b> дощечка Arph., Men.;<br /><b class="num">2)</b> доска для записей, таблица Lys., Aeschin. | |elrutext='''σᾰνίδιον:''' (ῐδ) τό [[σανίς]]<br /><b class="num">1)</b> дощечка Arph., Men.;<br /><b class="num">2)</b> доска для записей, таблица Lys., Aeschin. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σᾰνίδιον -ου, τό plankje, bordje (om op te schrijven). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of σανίς,
A small board or plank, Ar.Pax202, Hippias (?) in PHib.1.13.30, Men.202, Str.17.1.50. II tablet, public register, ἐκ σανιδίου Lys.16.6, cf. Aeschin.3.200,201, IG12.313.161, 22.1237.124. III small splint, Heliod. ap. Orib.44.23.74, Gal.18(2).888; foot-prop, Id.10.444.
German (Pape)
[Seite 861] τό dim. von σανίς, Ar. Pax. 202, wo neben einander χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια genannt sind, also etwa Tellerchen; aber Lys. 16, 6, ἐκ σανιδίου τοὺς ἱππεύσαντας σκοπεῖν, ist, wie σανίς d, eine Tafel, ein Verzeichniß, vgl. Aesch. 3, 201.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνίδιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ σανίς, μικρὸς δίσκος, χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια Ἀριστοφ. Εἰρήν. 202, Μένανδρος ἐν «Ἡνιόχῳ» 2. ΙΙ. ὡς τὸ πινάκιον, πίναξ, πινακὶς πρὸς γραφήν, ἐκ σανιδίου Λυσίας 146, 6, πρβλ. Αἰσχίν. 82. 29.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petite planche;
2 particul. tablette pour afficher les lois, décrets ou arrêts.
Étymologie: σανίς.
Greek Monolingual
το, ΜΑ, και σανίδιν Μ
βλ. σανίδι.
Greek Monotonic
σᾰνίδιον: τό, υποκορ. του σανίς,
I. μικρό επεξεργασμένο κομμάτι ξύλου, σε Αριστοφ.
II. όπως το πινάκιον, μικρή ξύλινη πινακίδα, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
σᾰνίδιον: (ῐδ) τό σανίς
1) дощечка Arph., Men.;
2) доска для записей, таблица Lys., Aeschin.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σᾰνίδιον -ου, τό plankje, bordje (om op te schrijven).