προχρίω: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προχρίω:''' (ῑ) намазывать (τί τινι Soph., Luc.). | |elrutext='''προχρίω:''' (ῑ) намазывать (τί τινι Soph., Luc.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-χρίω vooraf insmeren. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ],
A smear, anoint before, Gal.13.514; τινι with a thing, S.Tr.696, cf. Luc.Alex.21.
German (Pape)
[Seite 800] (s. χρίω), vorher schmieren, salben, Soph. Tr. 693 u. Sp., wie Luc. Alex. 21.
Greek (Liddell-Scott)
προχρίω: [ῑ], χρίω, ἀλείφω πρότερον, πρ. τί τινι, ἀλείφω ἢ τρίβω μέ τι, Σοφ. Τρ. 696, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 21· ― ῥημ. ἐπίθ. προχριστέον, Ροῦφ. σ. 241, ἔκδ. Matth.
French (Bailly abrégé)
oindre ou enduire auparavant.
Étymologie: πρό, χρίω.
Spanish
untar previamente, ungirse previamente
Greek Monolingual
Α
1. διαβρέχω, αλείφω προηγουμένως με κάτι («σιάλῳ τὴν σφραγῑδα προχρίσας», Λουκιαν.)
2. χρίω, δίνω προηγουμένως το χρίσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χρίω «αλείφω»].
Greek Monotonic
προχρίω: [ῑ], μέλ. -σω, αλείφω εκ των προτέρων, προχρίω τί τινι, αλείφω ή τρίβω με κάτι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
προχρίω: (ῑ) намазывать (τί τινι Soph., Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-χρίω vooraf insmeren.