σᾶμα: Difference between revisions
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σᾶμα:''' τό дор. = [[σῆμα]]. | |elrutext='''σᾶμα:''' τό дор. = [[σῆμα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σᾶμα -ατος, τό Dor. voor σῆμα. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dor. for σῆμα (q.v.).
German (Pape)
[Seite 860] τό, σαμαίνω, dor. statt σῆμα, σημαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
σᾶμα: τό, Δωρικ. ἀντὶ σῆμα, Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σᾶμα· μνῆμα, Δωριεῖς δὲ στοιχεῖον».
English (Slater)
ςᾱμα (σάματι, σᾶμα, σάμασιν.)
a indication θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (P. 4.199) πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις; (Scaliger: δις ἅμα codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.13) fig., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν (sc. τῆς φόρμιγγος: i. e. notes) (P. 1.3)
b tomb ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος (O. 10.24) τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.82) ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται (πέρας ἅμα coni. Weiseler) (N. 7.20) Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν fr. 169. 48.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σήμα.
Greek Monotonic
σᾶμα: -ατος, τό, Δωρ. αντί σῆμα, μνήμα, τάφος.
Russian (Dvoretsky)
σᾶμα: τό дор. = σῆμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σᾶμα -ατος, τό Dor. voor σῆμα.