σμιλίον: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σμῑλίον:''' τό небольшой нож (σ. ἰατρικόν Plut.). | |elrutext='''σμῑλίον:''' τό небольшой нож (σ. ἰατρικόν Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σμιλίον -ου, τό, demin. van σμίλη, schoenmakersmesje. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of σμίλη, ἰατρικὸν σ.
A scalpel, Plu. 2.60a, cf. S.E. M.9.207, Dsc.Eup.1.44; of a drug producing the same effect, Paul. Aeg.3.23.13, 7.17.12; of an eye-salve, written zmilion, Cels.6.6.18. 2 shoemaker's knife, Luc.Gall.26; penknife, written σμηλίον, POxy.326 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 911] τό, dim. vom Vorigen, scalpellum; Luc. Gall. 26; S. Emp. adv. phys. 1, 207.
Greek (Liddell-Scott)
σμῑλίον: τό, ὑποκρ. τοῦ σμίλη, Λατ. scalpellum, Πλούτ. 2. 60Α, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 26.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit bistouri, petit scalpel.
Étymologie: σμίλη.
Greek Monolingual
και σμηλίον, τὸ, Α σμίλη
(υποκορ. του σμίλη)
1. είδος κολλυρίου
2. κοπίδι υποδηματοποιοῡ, φαλτσέτα
3. κοντυλομάχαιρο
4. φρ. «ἰατρικὸν σμιλίον»
α) χειρουργική γλυφίδα
β) είδος δραστικοῡ φαρμάκου.
Greek Monotonic
σμῑλίον: τό, υποκορ. του σμίλη, Λατ. scalpellum, σκαρπέλο, κοπίδι, νυστέρι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
σμῑλίον: τό небольшой нож (σ. ἰατρικόν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμιλίον -ου, τό, demin. van σμίλη, schoenmakersmesje.