Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύμμιγα: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σύμμῐγᾰ:''' adv. совместно, вместе (τισι ποιεῖν τι Her.).
|elrutext='''σύμμῐγᾰ:''' adv. совместно, вместе (τισι ποιεῖν τι Her.).
}}
{{elnl
|elnltext=σύμμιγα [συμμείγνυμι] adv., gemengd, samen, met dat. met iem.
}}
}}

Revision as of 08:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμῐγᾰ Medium diacritics: σύμμιγα Low diacritics: σύμμιγα Capitals: ΣΥΜΜΙΓΑ
Transliteration A: sýmmiga Transliteration B: symmiga Transliteration C: symmiga Beta Code: su/mmiga

English (LSJ)

Adv.

   A promiscuously with, c. dat., Hdt.6.58.

German (Pape)

[Seite 982] adv., gemischt, zugleich mit, τινί, Her. 6, 58.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμῐγᾰ: Ἐπίρρ., συμμίκτως, μίγδην, ὁμοῦ μετά τινος, σύμμιγα τῇσι γυναικὶ κόπτονται Ἡρόδ. 6. 58.

French (Bailly abrégé)

adv.
confusément, pêle-mêle avec, τινι.
Étymologie: συμμίγνυμι.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. μαζί με κάποιον, συμμίκτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. -α].

Greek Monolingual

Α
επίρρ. μαζί με κάποιον, συμμίκτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. -α].

Greek Monotonic

σύμμῐγᾰ: επίρρ., μαζί, ανάμεικτα με άλλους, ανάκατα, με δοτ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

σύμμῐγᾰ: adv. совместно, вместе (τισι ποιεῖν τι Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμιγα [συμμείγνυμι] adv., gemengd, samen, met dat. met iem.